Το εισόδημα του 20% των περισσότερο εύπορων Ελλήνων είναι 6,2 φορές υψηλότερο από το εισόδημα των 20% λιγότερο ευπόρων. Υψηλότερη ανισότητα στην Ε.Ε. παρουσιάζουν μόνον η Πορτογαλία (6,4) και η Εσθονία (6,3). Αυτά μεταξύ άλλων αναφέρονται σε έκθεση του Ινστιτούτου Εργασίας (ΙΝΕ) ΓΣΕΕ-ΑΔΕΔΥ, που παρουσιάστηκε σήμερα.
Η έκθεση του ΙΝΕ διαπιστώνει ωστόσο θετικές επιδόσεις της ελληνικής οικονομίας (μεγένθυση ΑΕΠ και επενδύσεων, αύξηση παραγωγικότητας της εργασίας), σε αντίθεση με τις παρατηρούμενες εισοδηματικές ανισότητες.
Ο δείκτης κερδοφορίας των εταιρειών, όπως σημειώνεται, αυξάνει σταθερά από το 1991, και το 2004 προβλέπεται ότι θα ξεπεράσει κατά 10% το μέσο όρο της λεγόμενης "χρυσής" περιόδου 1961-73.
Η έκθεση σημειώνει επίσης σύγκλιση της ελληνικής οικονομίας με τον μέσο όρο της Ε.Ε. ως προς το κατά κεφαλήν ΑΕΠ αλλά και την ανεργία.
Οι αυξήσεις των ακαθάριστων πραγματικών μισθών κατά το 2002 ανήλθαν στο 5,1%, κάτι που αποδίδεται στην αύξηση της παραγωγικότητας κατά 4,1% και που συνδέεται με τη μείωση του κόστους εργασίας κατά 1,1% σε πραγματικούς όρους.
Ο επιστημονικός διευθυντής του ΙΝΕ καθηγητής Σάββας Ρομπόλης δήλωσε ότι η αύξηση του πληθωρισμού -με δεδομένες την αύξηση της παραγωγικότητας και τη μείωση του κόστους εργασίας- μπορεί να ερμηνευτεί μόνο μέσω της αυθαίρετης αύξησης των τιμών από τις επιχειρήσεις, κάνοντας λόγο για «πληθωρισμό κερδών».
Ο κατώτατος μισθός στην Ελλάδα ξεπερνά, σημείωσε, το μέσο όρο των υπό ένταξη χωρών, αλλά κινείται στο 50% των αντίστοιχων μισθών στις πιο πλούσιες χώρες της Ε.Ε.
Η έκθεση αναδεικνύει την υπεροχή της πλήρους απασχόλησης στην Ελλάδα, αλλά σημειώνει ότι το 55% των νέων προσλήψεων πραγματοποιείται με σχέσεις ευέλικτης ή εποχικής απασχόλησης.
Σημειώνει επίσης ότι η είσοδος των μεταναστών δεν οδήγησε σε σοβαρές απορρυθμίσεις, ενώ επέτρεψε να αντιμετωπιστεί χωρίς σοβαρές οικονομικές συνέπειες η στασιμότητα στις αναδιαρθρώσεις και τις ιδιωτικές επενδύσεις.
Σε σχέση με το ασφαλιστικό, η έκθεση διαπιστώνει ότι η θέσπιση ενιαίου κεντρικού συστήματος είσπραξης των εισφορών (νόμος Ρέππα) ενισχύει τις προοπτικές βιωσιμότητας του συστήματος μέχρι το 2050.
Αξίζει να σημειωθεί ότι παρά την αύξηση των κοινωνικών δαπανών, στην Ελλάδα παρατηρείται μείωση της κρατικής συμμετοχής στις αντίστοιχες εισροές (από το 32,8% στο 29,1%) που καλύπτεται σχεδόν εξ ολοκλήρου από τις εισφορές των εργαζομένων (κατά 2,3 μονάδες), ενώ η επιβάρυνση των εργοδοτών έμεινε σταθερή (στο 38,2% από 38,1%).