Την τελευταία θέση μεταξύ 38 χωρών κατέχει η Ελλάδα, όσον αφορά στην ανταγωνιστικότητα του βιομηχανικού κλάδου, σύμφωνα με έρευνα της Deloitte και του Αμερικανικού Συμβουλίου Ανταγωνιστικότητας στην οποία συμμετείχαν κορυφαία στελέχη επιχειρήσεων .
Την τελευταία θέση μεταξύ 38 χωρών κατέχει η Ελλάδα, όσον αφορά στην ανταγωνιστικότητα του βιομηχανικού κλάδου, σύμφωνα με έρευνα της Deloitte και του Αμερικανικού Συμβουλίου Ανταγωνιστικότητας στην οποία συμμετείχαν κορυφαία στελέχη επιχειρήσεων .
Στην πρώτη θέση της παγκόσμιας κατάταξης, βάσει του Παγκόσμιου Δείκτη Ανταγωνιστικότητας Βιομηχανικού Κλάδου 2013, βρίσκεται η Κίνα και ακολουθούν η Γερμανία, οι ΗΠΑ, η Ινδία, η Νότια Κορέα, η Ταϊβάν, ο Καναδάς, η Βραζιλία, η Σιγκαπούρη και η Ιαπωνία.
Όπως επισημαίνεi ο κ. Βασίλης Καφάτος, Partner & Manufacturing Industry Leader της Deloitte, στην Ελλάδα είναι περισσότερο επιβεβλημένη από ποτέ η αύξηση της ανταγωνιστικότητας του βιομηχανικού κλάδου, με έμφαση σε εστιασμένα προϊόντα υψηλής τεχνογνωσίας και προστιθέμενης αξίας. Με αυτόν τον τρόπο θα επιταχυνθεί η ανάπτυξη της ελληνικής οικονομίας και θα ενισχυθεί η ανθεκτικότητά της.
«Η ενδυνάμωση των δυνατοτήτων της εγχώριας βιομηχανικής παραγωγής, συνδυάζοντας τις δεξιότητες του ανθρώπινου δυναμικού με επενδύσεις σε εκπαίδευση και έρευνα, μπορεί συμβάλλει στην ανάπτυξη της καινοτομίας, της παραγωγικότητας και των εξαγωγών, ενώ παράλληλα και στην ενίσχυση λοιπών υποστηρικτικών κλάδων. Στη νέα πραγματικότητα της διαρκούς αβεβαιότητας, η σύγχρονη και ανταγωνιστική βιομηχανική παραγωγή προϊόντων υψηλής τεχνογνωσίας, αναδεικνύεται ως βασικός παράγοντας που ενισχύει την ανθεκτικότητα της οικονομίας σε περιόδους κρίσης».
Σύμφωνα τα 550 διευθυντικά στελέχη από διάφορες που κλήθηκαν να συμμετέχουν στην έρευνα, τα προσεχή πέντε χρόνια η εικόνα θα αλλάξει θεαματικά. Χώρες με αναδυόμενες οικονομίες αναμένεται να καταλάβουν τις τρεις πρώτες θέσεις, με την Κίνα να διατηρεί την πρώτη θέση και τις Ινδία και Βραζιλία να ανέρχονται στη δεύτερη και τρίτη θέση, αντίστοιχα. Το άλμα της Βραζιλίας από την 8η στην 3η θέση είναι το μεγαλύτερο αναμενόμενο για την επόμενη πενταετία.
Αντίθετα, οι χώρες με ανεπτυγμένες οικονομίες βρίσκονται σε χαμηλότερες θέσεις. Αναμφισβήτητη είναι η μετατόπιση προς τις ασιατικές χώρες, οι οποίες εκτιμάται ότι θα καταλαμβάνουν τις 10 από τις 15 πρώτες θέσεις. Το μήνυμα, ωστόσο, για την Ευρώπη είναι απογοητευτικό: Μόνο η Γερμανία παραμένει στην κορυφαία δεκαπεντάδα, ενώ η πλειοψηφία των υπόλοιπων ευρωπαϊκών χωρών της κατάταξης αναμένεται να εμφανίσουν πτώση της ανταγωνιστικότητάς τους στον κλάδο.
Ανάλυση των ροών προϊόντων μεταξύ των βασικών χωρών υποδεικνύει ότι η Γερμανία εξάγει προϊόντα μέσης και υψηλής τεχνογνωσίας / τεχνολογίας, κυρίως, εντός των ευρωπαϊκών συνόρων. Οι ΗΠΑ και η Ιαπωνία επιδεικνύουν μεγαλύτερη ποικιλία σε προορισμούς εξαγωγών προϊόντων τεχνολογίας, ενώ η Κίνα και η Ταϊβάν εξάγουν προϊόντα τεχνολογίας, κυρίως, σε ασιατικές χώρες. Το μεγαλύτερο ποσοστό των εξαγωγών της Ινδίας αφορά προϊόντα χαμηλής προστιθέμενης αξίας και εντάσεως εργασίας.
Τα διευθυντικά στελέχη ρωτήθηκαν επίσης ποιοι παράγοντες θεωρούν ότι επηρεάζουν την ανταγωνιστικότητα στο βιομηχανικό κλάδο. Ως πιο σημαντικός παράγοντας αναδείχθηκε η ποιότητα, η διαθεσιμότητα και η παραγωγικότητα του εργασιακού δυναμικού της χώρας, συμπεριλαμβανομένων ερευνητών, επιστημόνων και μηχανικών και, εντέλει, η ικανότητα δημιουργίας καινοτομίας.
Στη δεύτερη θέση κατατάσσεται το οικονομικό, εμπορικό και φορολογικό σύστημα μίας χώρας. Ειδικότερα, εμπόδια, όπως οι φορολογικές επιβαρύνσεις, η πολυπλοκότητα των διαδικασιών, η γραφειοκρατία, είναι δύσκολο να ξεπεραστούν από τις λιγότερο ανταγωνιστικές χώρες, ώστε να αποτελέσουν έναν πιο ελκυστικό προορισμό βιομηχανικής παραγωγής.
Οι παραδοσιακοί παράγοντες, που επηρέαζαν την παραγωγική δραστηριότητα, όπως το εργατικό κόστος, οι πρώτες ύλες, η ενέργεια και άλλες σχετικές παράμετροι, τις οποίες μπορούν να ελέγξουν και να διαχειριστούν άμεσα οι εταιρείες, προκαλούν πολύ μικρότερη ανησυχία στα διευθυντικά στελέχη από παράγοντες που επηρεάζονται από τις κυβερνήσεις των χωρών και τη δημοσιονομική πολιτική και τους οποίους δεν μπορούν να ελέγξουν ή να επηρεάσουν.