Μετά από τρία συνεχόμενα χρόνια πτωτικής πορείας της κερδοφορίας του, ο ελληνικός τραπεζικός κλάδος φαίνεται να διέρχεται περίοδο ανάκαμψης, η οποία αντανακλάται στη σημαντική αύξηση των προ φόρων κερδών κατά 21,4% σε ετήσια βάση, αναφέρει η Εθνική Τράπεζα στο τεύχος Σεπτεμβρίου 2003 του Δελτίου Aνάλυσης της ελληνικής οικονομίας και των αγορών (Economic & Μarket Analysis).
Η βελτίωση της κερδοφορίας των πέντε μεγαλύτερων τραπεζικών ομίλων, σύμφωνα πάντα με την Εθνική, είναι απόρροια της σημαντικής ενίσχυσης των οργανικών πηγών κερδοφορίας τους (όπως η αύξηση των καθαρού εισοδήματος από τόκους κατά 13% σε ετήσια βάση και των εσόδων από προμήθειες κατά 9%) καθώς και των ικανοποιητικών επιδόσεων στον τομέα του περιορισμού του κόστους, ενώ επιτεύχθηκε παρά την αύξηση των προβλέψεων κατά 22% (συνέπεια της ισχυρής ανάπτυξης των δραστηριοτήτων στον τομέα της λιανικής τραπεζικής).
Οι κυριότεροι παράγοντες που συνετέλεσαν στην ενίσχυση της οργανικής κερδοφορίας του τραπεζικού κλάδου είναι:
i) η σημαντική ανάπτυξη του τομέα της λιανικής τραπεζικής που συντελεί στη βελτίωση της διάρθρωσης του ενεργητικού καθώς και
ii) η βελτίωση του καθαρού επιτοκιακού περιθωρίου, το οποίο διαμορφώθηκε στο 2,72 κατά το πρώτο εξάμηνο του 2003 – σημαντικά υψηλότερο του μέσου ευρωπαϊκού όρου – ως αποτέλεσμα της ευχερέστερης πρόσβασης των ελληνικών τραπεζών σε καταθέσεις ταμιευτηρίου (σε αντίθεση με τις τράπεζες της ΕΕ, των οποίων το συγκεκριμένο περιθώριο συρρικνώθηκε λόγω της πτωτικής πορείας των βραχυπρόθεσμων επιτοκίων).
Τα αυξημένα έσοδα από προμήθειες αντανακλούν επίσης την ανάκαμψη των δραστηριοτήτων διαχείρισης χαρτοφυλακίου και των δραστηριοτήτων στον τομέα της επενδυτικής τραπεζικής αν και ο λόγος τους ως προς το συνολικό εισόδημα παραμένει κάτω από το μέσο όρο της ΕΕ με συνέπεια να υπάρχουν ακόμα σημαντικά περιθώρια ενίσχυσής τους.
Η απόδοση των στοιχείων του ενεργητικού (RΟΑ), για τους 5 μεγαλύτερους ελληνικούς τραπεζικούς ομíλους, έφθασε το 1,12% στο πρώτο εξάμηνο του 2003 σε σχέση με 0,82 το 2002 και 0,82 για τα χρηματοπιστωτικά ιδρύματα της ΕΕ. Επίσης η απόδοση της καθαρής θέσης (ROE) ανήλθε στο πρώτο εξάμηνο του 2003 στο 21,4 σε σύγκριση με 14,2 για το 2002 και 21,6 για το μέσο όρο των χρηματοπιστωτικών ιδρυμάτων της ΕΕ.
Η αναμενόμενη συνέχιση των υψηλών ρυθμών αύξησης των δανείων κυρίως προς τα νοικοκυριά και τις μικρομεσαίες επιχειρήσεις καθώς και η περαιτέρω πρόοδος αναφορικά με τον περιορισμό του κόστους αναμένεται να συνεχίζουν να στηρίζουν την κερδοφορία των ελληνικών χρηματοπιστωτικών ιδρυμάτων μεσοπρόθεσμα.
Παράλληλα, καταλήγει η έκθεση της Εθνικής Τράπεζας, δεδομένων των συγκριτικά χαμηλών εσόδων από χρηματοοικονομικές πράξεις και από προμήθειες και αναδοχές, το ενδεχόμενο μιας διατηρήσιμης ανάκαμψης στις διεθνείς χρηματιστηριακές αγορές θα μπορούσε να επιταχύνει περαιτέρω την κερδοφορία.