Όρια στο αποκλειστικό δικαίωμα του ΟΠΑΠ να οργανώνει και να εκμεταλλεύεται τα τυχερά παιχνίδια στην Ελλάδα θέτει με απόφασή του το Δικαστήριο της Ευρωπαϊκής Ένωσης.
Όρια στο αποκλειστικό δικαίωμα του ΟΠΑΠ να οργανώνει και να εκμεταλλεύεται τα τυχερά παιχνίδια στην Ελλάδα θέτει με απόφασή του το Δικαστήριο της Ευρωπαϊκής Ένωσης.
Συγκεκριμένα, το Δικαστήριο αποφάνθηκε ότι «αντιβαίνει προς το δίκαιο της Ένωσης εθνική κανονιστική ρύθμιση η οποία παρέχει σε έναν και μόνον οργανισμό το μονοπώλιο των τυχερών παιγνίων, χωρίς να μειώνει πράγματι τις δυνατότητες συμμετοχής σε παίγνια, εφόσον, αφενός, δεν περιορίζει τις δραστηριότητες στον τομέα αυτόν κατά συνεπή και συστηματικό τρόπο και, αφετέρου, δεν διασφαλίζει αυστηρό έλεγχο της επεκτάσεως των τυχερών παιγνίων αποκλειστικώς και μόνο στο μέτρο που είναι αναγκαίο για την καταπολέμηση της εγκληματικότητας».
Διευκρινίζει επίσης ότι, λόγω της υπεροχής του άμεσα εφαρμοστέου δικαίου της Ένωσης, δεν μπορεί να συνεχίσει να εφαρμόζεται για μεταβατική περίοδο εθνική κανονιστική ρύθμιση η οποία συνεπάγεται περιορισμούς ασυμβίβαστους προς την ελευθερία εγκαταστάσεως και την ελεύθερη παροχή υπηρεσιών, οπότε οι εθνικές αρχές δεν μπορούν να μην αποφαίνονται, κατά τη διάρκεια μιας τέτοιας περιόδου, επί αιτήσεων χορηγήσεως αδείας.
Ως εκ τούτου, το Ευρωδικαστήριο δίνει δύο επιλογές στην Ελλάδα:
- Αν εκτιμά ότι η ελευθέρωση της αγοράς των τυχερών παιγνίων αντιβαίνει στο επίπεδο προστασίας των καταναλωτών και της κοινωνικής τάξεως το οποίο η Ελληνική Δημοκρατία σκοπεί να διασφαλίσει, μπορεί να περιοριστεί στη μεταρρύθμιση του υφισταμένου μονοπωλίου και στην υποβολή του σε αποτελεσματικό και αυστηρό έλεγχο εκ μέρους των δημοσίων αρχών.
- Αντιθέτως, αν το κράτος μέλος επιλέξει την ελευθέρωση της αγοράς – η οποία δεν του επιβάλλεται κατ’ ανάγκην από το δίκαιο της Ένωσης – οφείλει να τηρεί τις αρχές της ίσης μεταχειρίσεως και της απαγορεύσεως των διακρίσεων λόγω ιθαγένειας, καθώς και την υποχρέωση διαφάνειας. Ως εκ τούτου, η καθιέρωση ενός συστήματος προηγούμενης διοικητικής αδειοδοτήσεως πρέπει να στηρίζεται σε αντικειμενικά κριτήρια τα οποία δεν εισάγουν διακρίσεις, προκειμένου να μην είναι δυνατό να χρησιμοποιηθεί κατά τρόπο αυθαίρετο η εξουσία εκτιμήσεως των εθνικών αρχών.
Υπενθυμίζεται ότι οι εταιρείες Stanleybet, William Hill και Sportingbet, οι οποίες είναι εγκατεστημένες στο Ηνωμένο Βασίλειο, είχαν ασκήσει ενώπιον του Συμβουλίου της Επικρατείας αιτήσεις ακύρωσης κατά των εκ μέρους των ελληνικών αρχών σιωπηρών απορρίψεων των αιτήσεών τους να τους παρασχεθεί η άδεια οργάνωσης αθλητικών στοιχημάτων στην Ελλάδα.
Το ελληνικό δικαστήριο υπέβαλε, έτσι, στο Δικαστήριο της Ε.Ε. το ερώτημα αν αντιβαίνει στο δίκαιο της Ένωσης και ιδίως στις αρχές περί των θεμελιωδών ελευθεριών (της εγκαταστάσεως και της παροχής υπηρεσιών) η εθνική κανονιστική ρύθμιση η οποία παρέχει το αποκλειστικό δικαίωμα λειτουργίας των παιγνίων σε έναν και μόνον οργανισμό.
Η ανακοίνωση του ΟΠΑΠ
«Το Δικαστήριο για μια ακόμη φορά επιβεβαίωσε την πάγια νομολογία του σύμφωνα με την οποία είναι καταρχήν δυνατή η χορήγηση αποκλειστικών δικαιωμάτων για επιτακτικούς λόγους γενικού συμφέροντος», αναφέρει σε ανακοίνωσή του ο ΟΠΑΠ.
Πιο αναλυτικά, ο Οργανισμός αναφέρει τα εξής:
«Το Δικαστήριο για μια ακόμη φορά επιβεβαίωσε την πάγια νομολογία του σύμφωνα με την οποία είναι καταρχήν δυνατή η χορήγηση αποκλειστικών δικαιωμάτων για επιτακτικούς λόγους γενικού συμφέροντος, όπως η προστασία των καταναλωτών και η αποτροπή της απάτης και της παροτρύνσεως των πολιτών σε υπερβολική δαπάνη συνδεόμενη με τα τυχερά παίγνια. Προϋποθέσεις που τίθενται για τη χορήγηση αποκλειστικών δικαιωμάτων είναι ότι η ρύθμιση πράγματι ανταποκρίνεται στη μέριμνα για μείωση των δυνατοτήτων συμμετοχής σε παίγνια και για περιορισμό των δραστηριοτήτων στον τομέα αυτόν με συνεπή και συστηματικό τρόπο και ότι διασφαλίζεται αυστηρός έλεγχος από τις δημόσιες αρχές της επέκτασης του τομέα των τυχερών παιγνίων αποκλειστικώς και μόνο στο μέτρο που είναι αναγκαίο για την καταπολέμηση της συναφούς προς τα παίγνια εγκληματικότητας.
Το Δικαστήριο δεν διέλαβε καμία απολύτως κρίση σχετικά με την ουσία της υπόθεσης, εάν δηλαδή το ρυθμιστικό πλαίσιο των παιγνίων είναι ή όχι συμβατό με τις προϋποθέσεις που τίθενται από τη νομολογία και παρέπεμψε το ζήτημα της αξιολόγησης της εθνικής νομοθεσίας στην Ολομέλεια του Συμβουλίου της Επικρατείας, με την υπενθύμιση ότι θα πρέπει αυτό να λάβει υπ’ όψιν του συνολικά τις ρυθμιστικές συνθήκες, ιδίως δε την αυστηρότητα του ασκούμενου από το δημόσιο ελέγχου, τη συνέπεια στην άσκηση της περιοριστικής πολιτικής στα παίγνια και την αναλογικότητα των σχετικών μέτρων.
Το Ευρωπαϊκό Δικαστήριο προχώρησε μάλιστα σε σημαντική κρίση σχετικά με τον αν πρέπει να ανοίξει η αγορά των παιγνίων σε περίπτωση που κριθεί από το ελληνικό δικαστήριο ότι η ρύθμιση είναι αντίθετη στο δίκαιο της Ένωσης.
Κρίθηκε σχετικά ότι προς την καθιέρωση ενός ελευθέρου και ανόθευτου ανταγωνισμού στο πλαίσιο μιας παραδοσιακής αγοράς, η δημιουργία ενός τέτοιου ανταγωνισμού «στην εντελώς ιδιάζουσα αγορά των τυχερών παιγνίων, δηλαδή μεταξύ πολλών επιχειρηματιών που θα έχουν την άδεια να εκμεταλλεύονται τα ίδια τυχερά παίγνια, είναι δυνατό να έχει επιβλαβές αποτέλεσμα, οφειλόμενο στο ότι οι επιχειρηματίες αυτοί θα είχαν την τάση να ανταγωνίζονται ο ένας τον άλλο σε εφευρετικότητα προκειμένου να καταστήσουν την προσφορά τους ελκυστικότερη από αυτή των ανταγωνιστών τους και, κατά τον τρόπο αυτό, να αυξήσουν τις δαπάνες των καταναλωτών που συνδέονται με τα τυχερά παίγνια, καθώς και τους κινδύνους εξαρτήσεως από τα παίγνια αυτά» και, συνεπώς, το κράτος δεν είναι υποχρεωμένο να ελευθερώσει την αγορά των τυχερών παιγνίων, αν εκτιμά ότι μια τέτοια ελευθέρωση δεν συνάδει προς το επίπεδο προστασίας των καταναλωτών και της κοινωνικής τάξης.
Επιπλέον το Ευρωπαϊκό Δικαστήριο έκρινε ότι ακόμη και αν το εθνικό δίκαιο σε σχέση με το μονοπώλιο κριθεί από το εθνικό δικαστήριο ότι δεν συνάδει με το ευρωπαϊκό το κράτος μέλος δεν υποχρεούται να απελευθερώσει την αγορά τυχερών παιγνίων. Ειδικότερα κρίθηκε ότι «στο παρόν στάδιο εξελίξεως του δικαίου της Ένωσης, τα κράτη μέλη εξακολουθούν να διαθέτουν τη δυνατότητα μεταρρυθμίσεως του υφισταμένου μονοπωλίου προκειμένου αυτό να καταστεί συμβατό προς τις διατάξεις της Συνθήκης, ιδίως διά της υποβολής του σε αποτελεσματικό και αυστηρό έλεγχο εκ μέρους των δημοσίων αρχών».
Επειδή έχει ήδη εκκινήσει επιχείρηση παραπληροφόρησης σχετικά με το σκεπτικό και το διατακτικό της απόφασης του Ευρωπαϊκού Δικαστηρίου, η ΟΠΑΠ Α.Ε. επισημαίνει ότι η απόφαση αυτή δικαιώνει στους κύριους άξονές της την πολιτική του Ελληνικού Δημοσίου, η δε συμβατότητα της ελληνικής νομοθεσίας προς τις επιταγές της ευρωπαϊκής νομολογίας θα κριθεί οριστικά από την ελληνική δικαιοσύνη.
Σε κάθε δε περίπτωση επιτρέπει στην ελληνική πολιτεία να συνεχίσει την περιοριστική της πολιτική, μια από τις πιο αυστηρές στην Ευρώπη, με γνώμονα τη διασφάλιση της κοινωνικής συνοχής και της αποτροπής της μετατροπής της χώρας σε ευρωπαϊκό παράδεισο του τζόγου, όπως ορισμένοι οραματίζονται χωρίς να συμβάλλουν ούτε κατ’ ελάχιστον στην ελληνική κοινωνία.
Η ΟΠΑΠ Α.Ε. θα συνεχίσει την αυστηρή πολιτική έλεγχου, την κοινωνική της προσφορά και τη συμμετοχή της στη δημοσιονομική ανάκαμψη της χώρας. Προς αυτή την κατεύθυνση κινήθηκε η απόφαση του Ευρωπαϊκού Δικαστηρίου και προς την κατεύθυνση αυτή εκτιμούμε ότι θα κινηθεί και η αρμόδια ελληνική δικαιοσύνη.»