Οικονομία & Αγορές
Δευτέρα, 19 Μαρτίου 2012 13:18

ICAP: 181% αύξηση των ασυνεπών επιχειρήσεων

Στο 3,56% υπολογίζεται το μέσο ποσοστό ασυνέπειας που εμφάνισαν οι ελληνικές επιχειρήσεις την περίοδο 2003 - 2009, ενώ το αντίστοιχο ποσοστό την περίοδο 2010-2011 ανέρχεται στο 10%, όπως προκύπτει από Μελέτη της ICAP Group.

Στο 3,56% υπολογίζεται το μέσο ποσοστό ασυνέπειας που εμφάνισαν οι ελληνικές επιχειρήσεις την περίοδο 2003 - 2009, ενώ το αντίστοιχο ποσοστό την περίοδο 2010-2011 ανέρχεται στο 10%, όπως προκύπτει από Μελέτη της ICAP Group.

Στη Μελέτη επισημαίνεται πως η σημαντική αυτή αύξηση κατά 181% αποτυπώνει την αύξηση του πιστωτικού κινδύνου στην επιχειρηματική αγορά ως συνέπεια της οικονομικής ύφεσης, της πτώσης της κατανάλωσης και των δυσκολιών άντλησης χρηματοδότησης.

Η ανοδική τάση της ασυνέπειας επιβεβαιώνεται σε όλους τους τομείς της Βιομηχανίας, του Εμπορίου και των Υπηρεσιών. Πιο συγκεκριμένα, οι ασυνεπείς επιχειρήσεις της Βιομηχανίας αυξήθηκαν κατά 166,09%, οι ασυνεπείς επιχειρήσεις του Εμπορίου κατά 226,95% και οι ασυνεπείς επιχειρήσεις των Υπηρεσιών κατά 143,31%.

Σε απόλυτη συνάρτηση με την εξέλιξη της ασυνέπειας των επιχειρήσεων, τα στοιχεία της μελέτης καταγράφουν την σημαντική επιβάρυνση της πιστοληπτικής ικανότητας των επιχειρήσεων κατά τη διάρκεια της διετίας 2010 – 2011.

Συγκεκριμένα, το 58,91% των εταιρειών, ήτοι 6 στις 10 επιχειρήσεις, επιδείνωσε την πιστοληπτική ικανότητά της έστω και κατά μια διαβάθμιση. Αναλογικά, λοιπόν, για κάθε μία επιχείρηση της οποίας η πιστοληπτική ικανότητα αναβαθμίστηκε αντιστοιχούν 4,9 επιχειρήσεις των οποίων η πιστοληπτική ικανότητα επιδεινώθηκε.

Χαρακτηριστικό του μεγέθους και της εκτεταμένης κλίμακας των επιπτώσεων της κρίσης είναι το γεγονός ότι η επιδείνωση αφορά το σύνολο των επιμέρους τομέων δραστηριότητας, με τις επιχειρήσεις παροχής υπηρεσιών, οι οποίες παραδοσιακά εμφάνιζαν υψηλότερη πιστοληπτική ικανότητα, να καταγράφουν την σημαντικότερη επιδείνωση ακολουθούμενες από το εμπόριο και την βιομηχανία.

Παρατηρείται επίσης ότι οι επιχειρήσεις οι οποίες επιδείνωσαν την πιστοληπτική τους ικανότητας εμφάνισαν μείωση του Περιθωρίου Καθαρού Κέρδους κατά 82%, μείωση της Αποδοτικότητας των Ιδίων Κεφαλαίων τους κατά 86%, μείωση του Περιθωρίου Μικτού Κέρδους κατά 5%, μείωση της Κάλυψης Χρηματοοικονομικών Εξόδων κατά 35%, αύξηση του Μέσου Όρου Προθεσμίας Είσπραξης Απαιτήσεων κατά 35% και αύξηση του Μέσου Όρου Προθεσμίας Εξόφλησης Προμηθευτών κατά 20%.