Την ανάγκη διαμόρφωσης ενός νέου εθνικού αναπτυξιακού και κοινωνικού προτύπου, με τη μορφή ενός δεκαετούς προγράμματος ανάπτυξης και προσαρμογής της ελληνικής οικονομίας, υπογραμμίζει εκ νέου το ΙΟΒΕ.
Την ανάγκη διαμόρφωσης ενός νέου εθνικού αναπτυξιακού και κοινωνικού προτύπου, με τη μορφή ενός δεκαετούς προγράμματος ανάπτυξης και προσαρμογής της ελληνικής οικονομίας, υπογραμμίζει εκ νέου το ΙΟΒΕ.
Αξονες του προγράμματος αυτού θα πρέπει να είναι η παραγωγική ανασυγκρότηση, η εξωστρέφεια, οι μεταρρυθμίσεις, η δημοσιονομική προσαρμογή και η κοινωνική δικαιοσύνη, υποστηρίζει το Ίδρυμα Οικονομικών και Βιομηχανικών Ερευνών.
Το πρόγραμμα, το οποίο θα εκπονηθεί και θα παρακολουθείται από μία ελληνική διακομματική ομάδα έργου, μπορεί να προταθεί στη διεθνή κοινότητα που παρέχει τους χρηματοδοτικούς πόρους για τη στήριξη της ελληνικής οικονομίας, με σκοπό να αντικαταστήσει την τρέχουσα συμφωνία και το μείγμα πολιτικής που εφαρμόζεται σήμερα από την τρόικα.
Το ΙΟΒΕ υποστηρίζει πάντως πως μέχρι να εκπονηθεί και εγκριθεί το νέο αυτό πρόγραμμα, η τρέχουσα συμφωνία με την τρόικα πρέπει να τηρηθεί για λόγους αξιοπιστίας της Ελλάδας την αμέσως επόμενη κρίσιμη περίοδο, με ορισμένες βασικές προσαρμογές.
Το ΙΟΒΕ θεωρεί ότι η επόμενη ελληνική κυβέρνηση, θα πρέπει:
Πρώτον, να επιβεβαιώσει την θέλησή της, αντανακλώντας τη βούληση του ελληνικού λαού, να παραμείνει η Ελλάδα μέλος της Ευρωζώνης.
Δεύτερον, να προτείνει τη χρονική μετάθεση και προσαρμογή του στόχου της περαιτέρω μείωσης του δημοσιονομικού ελλείμματος για να αποφευχθεί βαθύτερη ύφεση και μεγαλύτερη ανεργία σε σχέση με τα αρχικά δεδομένα. Στο πλαίσιο αυτό, να προτείνει επίσης την επέκταση του επιδόματος ανεργίας σε τρία χρόνια για τους ανέργους του ιδιωτικού τομέα, και το συγκεκριμένο ποσό να εξαιρεθεί από την αναγκαία προσαρμογή του πρωτογενούς δημοσιονομικού αποτελέσματος.
Τρίτον, να προτείνει να συμπεριληφθούν στο πρόγραμμα ποσοτικοί και χρονικοί στόχοι και μέτρα για τη μείωση του ποσοστού ανεργίας, ιδιαίτερα της ανεργίας των νέων.
Τέταρτον, να προτείνει την άμεση διάθεση των κονδυλίων του ΕΣΠΑ για ένα μικρό αριθμό, μεγάλων έργων υποδομής πανελλαδικής εμβέλειας, με μηδενική ελληνική συγχρηματοδότηση. Στο πλαίσιο αυτό, να προτείνει επίσης στην Ευρωπαϊκή Ένωση την αύξηση των κεφαλαίων της Ευρωπαϊκής Τράπεζας Επενδύσεων με σκοπό την ενίσχυση των επενδύσεων στον Ευρωπαϊκό Νότο.
Πέμπτον, να προτείνει την άμεση εκταμίευση 6,5 δισ. ευρώ από το δάνειο των 130 δισ. ευρώ για την εξόφληση των συσσωρευμένων υποχρεώσεων του δημοσίου προς τον ιδιωτικό τομέα.
Έκτον, να συμπράξει με άλλα, πρόθυμα κράτη-μέλη της Ευρωζώνης και να ζητήσει την αλλαγή του μείγματος οικονομικής πολιτικής στο σύνολο της Ευρωζώνης, ούτως ώστε αυτό να μην έχει ως αποκλειστικό στόχο τη δημοσιονομική προσαρμογή αλλά και την οικονομική ανάπτυξη.
«Ναι, υπάρχει κάποιο άλλο μείγμα οικονομικής πολιτικής και διαπραγματευτικής συμπεριφοράς, το οποίο μπορεί να είναι λιγότερο οδυνηρό για τον ελληνικό λαό, περισσότερο αποτελεσματικό και συνάμα αποδεκτό στη διεθνή κοινότητα που μας στηρίζει χρηματοδοτικά», επισημαίνει το Ιδρυμα. Διότι μια δημοσιονομική προσαρμογή χωρίς άμεσες αναπτυξιακές πρωτοβουλίες, λέει το ΙΟΒΕ, κάνει την περίοδο προσαρμογής μακρύτερη και πιο επώδυνη απ’ όσο θα μπορούσε να είναι.
Αρνητικές οι συνέπειες μιας εξόδου από το ευρώ
Το ΙΟΒΕ αναφέρεται επίσης στις αρνητικές συνέπειες που θα είχε μια αποχώρηση της Ελλάδας από την ευρωζώνη.
Όπως επισημαίνει, χωρίς τη χρηματοδότηση της χώρας από τους επίσημους μηχανισμούς «η οικονομική και κοινωνική ζωή στον τόπο μας θα ήταν πολύ χειρότερη από τη σημερινή, αφού το επίπεδο ζωής των πολιτών μας και μάλιστα αυτό των φτωχότερων στρωμάτων του πληθυσμού, θα έπρεπε να προσαρμοστεί στους πολύ μικρότερους διαθέσιμους πόρους».
Χωρίς τα χρήματα αυτά, λέει το ΙΟΒΕ, η Ελλάδα θα αναγκαστεί να αποχωρήσει από την Ευρωζώνη και να επιστρέψει στη δραχμή. Σύμφωνα με το Ίδρυμα, αυτό συνεπάγεται δραστική υποτίμηση του νέου νομίσματος και συνεπώς δραστική μείωση των πραγματικών μισθών και συντάξεων, ισόποση, με την υποτίμηση, αύξηση του εξωτερικού χρέους, συναλλαγματική κρίση και αδυναμία εισαγωγής βασικών αγαθών όπως φάρμακα, πετρέλαιο και πρώτες ύλες, έξαρση του πληθωρισμού αλλά και της μαύρης αγοράς λόγω της έλλειψης βασικών αγαθών και απότομη μείωση του ΑΕΠ και αύξηση του ποσοστού ανεργίας.