Κοινά σημεία ανάμεσα στην πορεία της ιαπωνικής οικονομίας και την τρέχουσα οικονομική κατάσταση στην Ευρώπη διακρίνει στην πρόσφατη έκθεσή του ο Αντ φον Τίφελερ, ανώτατο στέλεχος στρατηγικής της ING.
Κοινά σημεία ανάμεσα στην πορεία της ιαπωνικής οικονομίας και την τρέχουσα οικονομική κατάσταση στην Ευρώπη διακρίνει στην πρόσφατη έκθεσή του ο Αντ φον Τίφελερ, ανώτατο στέλεχος στρατηγικής της ING, ο οποίος υπογραμμίζει την ανάγκη να διδαχθούν οι αρμόδιοι στην Ευρώπη από το παράδειγμα της Ιαπωνίας.
Σύμφωνα με την έκθεση, η Ιαπωνία ήταν η πρώτη χώρα που επλήγη συνδυαστικά από τις επιπτώσεις του γηράσκοντος πληθυσμού, του αποπληθωρισμού, ενός εξασθενημένου τραπεζικού κλάδου και μίας σειράς ανεπαρκών πολιτικών αποφάσεων -γνωρίσματα αρκετά οικεία για όσους παρακολουθούν τις τρέχουσες εξελίξεις στην Ευρώπη.
Ιδιαίτερες ομοιότητες παρουσιάζει η ιαπωνική οικονομία με τη γερμανική, καθώς και στις δύο χώρες η αποταμίευση έρχεται σε πρώτη προτεραιότητα, ενώ πρόκειται για εξαγωγείς με ευρεία βιομηχανική βάση υψηλής ποιότητας. Επίσης, και οι δύο χώρες αντιμετωπίζουν ταχεία γήρανση του πληθυσμού, με περισσότερο από το ένα τρίτο των πολιτών να είναι άνω των 65 ετών έως το 2050.
Μια βασική διαφορά μεταξύ Ευρώπης και Ιαπωνίας είναι ο πληθωρισμός, ωστόσο, το επίπεδο των τιμών στα ευρωπαϊκά κράτη δείχνει σαφή σημάδια υποχώρησης. Ο συνδυασμός της υποχώρησης των τιμών των εμπορευμάτων και της υποτονικής αύξησης των μισθών ενδεχομένως να οδηγήσει σε περεταίρω μείωση του πληθωρισμού το 2013. Η ING συμπεραίνει, επίσης, ότι οι αποδόσεις των κρατικών ομολόγων των χωρών του ευρωπαϊκού πυρήνα θα παραμείνουν χαμηλές για πολύ, όπως συνέβαινε – και εξακολουθεί να συμβαίνει- στην Ιαπωνία.
«Με τα επιτόκια ήδη κοντά στο μηδέν, οι κεντρικές τράπεζες καλούνται να τονώσουν άμεσα με μεγάλες ενέσεις χρήματος, που τείνουν να δώσουν μόνο μία μικρή ώθηση στην ψυχολογία. Λόγω αυτού, τα τελευταία χρόνια έχουν χαρακτηριστεί από μικρές και έντονες περιόδους ανάληψης και αποστροφής κινδύνου, ένα περιβάλλον στο οποίο οι επενδυτές πρέπει να έχουν μία συμπεριφορά πολύ περισσότερο ευέλικτη και ευπροσάρμοστη», αναφέρει η έκθεση.