«Tο κατά κεφαλήν εισόδημα στην Ελλάδα ξεπερνά το 70% του μέσου κοινοτικού όρου, ενώ στις αρχές της δεκαετίας ήταν στο επίπεδο του 60%. Εξάλλου, το 2001 ο μέσος ακαθάριστος μισθός του Ελληνα εργαζόμενου έφθασε το 80% του μέσου κοινοτικού όρου σε μονάδες Ισοδύναμης Αγοραστικής Δύναμης, ενώ το 1993 βρισκόταν στο επίπεδο του 68%».
Τα στοιχεία αυτά αναφέρονται στην εισήγηση του υπουργού Οικονομίας και Οικονομικών Νίκου Χριστοδουλάκη στο υπουργικό συμβούλιο που συνεδρίασε υπό την προεδρία του πρωθυπουργού Κ. Σημίτη με αντικείμενο τη σύγκλιση της ελληνικής οικονομίας προς την Ε.Ε.
Σε ό,τι αφορά τα άλλα μεγέθη της ελληνικής οικονομίας, σύμφωνα με το κείμενο 52 σελίδων που διανεμήθηκε στα μέλη του υπουργικού συμβουλίου:
- Το δημόσιο χρέος από 107% του ΑΕΠ το 1997, μειώθηκε στο 105% το 1998, στο 104% το 1999, στο 103% το 2000 και στο 100% το 2001. Προβλέπεται ότι το 2004 το δημόσιο χρέος θα έχει περιοριστεί στο 90% του ΑΕΠ.
- Οι δαπάνες δημοσίων επενδύσεων έφθασαν το 2001 τα 1.300 δισ. δρχ. έναντι των 600 δισ. δρχ. που ήταν το 1990.
- Ο πληθωρισμός από 19% που ήταν το 1991, περιορίστηκε στο 3% το 2000, ενώ το 2001 κυμάνθηκε στο 3,4%. Στο τέλος του 2002 αναμένεται να περιοριστεί στο 3%.
- Η ανεργία περιορίστηκε στο 10,5% το 2001, ενώ το 1999 ήταν στο 12% και αναμένεται να μειωθεί στο 9% μέχρι το 2004. Ωστόσο, πρέπει να σημειωθεί ότι τα σημερινά επίπεδα ανεργίας είναι από τα υψηλότερα (μαζί με την Ισπανία) στην Ε.Ε.
Σύμφωνα με τον κ. Χριστοδουλάκη, «όλα αυτά τα επιτεύγματα στην ελληνική οικονομία πραγματοποιήθηκαν, παρά το γεγονός ότι στη χώρα δαπανούμε αναλογικά τα υψηλότερα ποσά για την άμυνα μεταξύ όλων των ευρωπαϊκών χωρών. Συγκεκριμένα, η Ελλάδα δαπανά το 5% του ΑΕΠ για την άμυνά της, ενώ αμέσως μετά έρχεται η Γαλλία με 2,9% και η Βρετανία με 2,2%. Ολες οι άλλες χώρες δαπανούν ακόμα λιγότερα».