Ο πληθωρισμός μπορεί να υποχωρεί οι τιμές όμως, παραμένουν σε σχετικά υψηλά επίπεδα, επισημαίνει η ΕΣΕΕ, υποστηρίζοντας παράλληλα ότι κάποιοι δεν αφήνουν τις μικρομεσαίες ελληνικές επιχειρήσεις να αγοράσουν φθηνά, ώστε να πουλήσουν φθηνά στον καταναλωτή.
Ο πληθωρισμός μπορεί να υποχωρεί οι τιμές όμως, παραμένουν σε σχετικά υψηλά επίπεδα, επισημαίνει η ΕΣΕΕ, υποστηρίζοντας παράλληλα ότι κάποιοι κάποιοι δεν αφήνουν τις μικρομεσαίες ελληνικές επιχειρήσεις να αγοράσουν φθηνά, ώστε να πουλήσουν φθηνά στον καταναλωτή.
Όπως επισημαίνει η Συνομοσπονδία, παρά τη βαθιά κρίση στην οποία βρίσκεται η ελληνική οικονομία, οι τιμές πολλών προϊόντων και υπηρεσιών στην εγχώρια αγορά εξακολουθούν να παρουσιάζουν μεγάλες αποκλίσεις σε σχέση με άλλες χώρες, ακόμα και όταν η σύγκριση γίνεται με κράτη που βρίσκονται επίσης υπό καθεστώς δημοσιονομικής προσαρμογής και λιτότητας. Για το λόγο αυτό θέτει επιτακτικά την αντιμετώπιση του προβλήματος από τις εμπορικές επιχειρήσεις από κοινού με το υπουργείο Ανάπτυξης.
Το πρώτο συμπέρασμα, τονίζει η ΕΣΕΕ, είναι ότι «οι σχεδιαστές των προγραμμάτων λιτότητας αγνόησαν παντελώς τους εγχώριους φορείς και τελικά έπεσαν έξω στους αρχικούς τους σχεδιασμούς». Η προσαρμογή της οικονομίας στις νέες συνθήκες, στην οποία τόσο πολύ στηρίζονταν, δεν επιβεβαιώθηκε ποτέ στην πραγματική οικονομία, υποστηρίζει .
Το δεύτερο συμπέρασμα είναι ότι ο πληθωρισμός στην Ελλάδα έχει αρχίσει πλέον να υποχωρεί και να κινείται σε σχετικά χαμηλά επίπεδα, ωστόσο όπως επισημαίνεται, ο πληθωρισμός καταγράφει το ρυθμό μεταβολής και όχι αν οι τιμές είναι υψηλές ή χαμηλές.
Ακόμα όμως και στις περιπτώσεις όπου οι τιμές είναι χαμηλότερες, σημειώνεται, η διαφορά δεν δικαιολογείται αν ληφθούν υπόψη οι μισθολογικές περικοπές και οι φορολογικές επιβαρύνσεις.
Ωστόσο, υπάρχουν συγκεκριμένοι κλάδοι οι οποίοι παρουσιάζουν υψηλό επίπεδο τιμών όπως εκείνος των τροφίμων σε αντίθεση με πολλούς άλλους κλάδους. Σύμφωνα με αυτά τα στοιχεία, ο μέσος Δείκτης Τιμών Καταναλωτή για την κατηγορία «Ένδυση - Υπόδηση» κατά τη διάρκεια της τριετίας 2009-2011 εμφάνισε αρχικά άνοδο και διαμορφώθηκε στις 101,68 μονάδες το 2010, αυξημένος κατά 1,68% και στις 101,13 μονάδες το 2011, αυξημένος κατά 1,13% σε σχέση πάντα με το 2009, με τον ρυθμό αύξησης όμως να μειώνεται σε σύγκριση με το προηγούμενο έτος. Για το τρέχον έτος και με τα μέχρι στιγμής διαθέσιμα στοιχεία (α΄ εννεάμηνο 2012) παρατηρείται η συνέχιση της πτωτικής πορείας του δείκτη - που ξεκίνησε από το 2010 - και η διαμόρφωσή του στις 98,97 μονάδες, όντας μειούμενος κατά 2,71%, γεγονός που σημαίνει πως οι καταναλωτές χρειάζονται πλέον λιγότερα ευρώ για να αγοράζουν τα ίδια προϊόντα ένδυσης και υπόδησης συγκριτικά με το 2010.
Ενστάσεις για τη μεθοδολογία ΕΛΣΤΑΤ
Στη σχετική ανακοίνωσή της η ΕΣΕΕ διατυπώνει επίσης παρατηρήσεις επί της μεθοδολογίας που έχει υιοθετήσει η ΕΛ.ΣΤΑΤ, τόσο όσον αφορά το δείγμα των επιχειρήσεων, όσο και το «καλάθι της νοικοκυράς».
Οι επιβαρυντικοί παράγοντες για τις υψηλές τιμές
Στο πλαίσιο αυτό δηλώνει ότι ήδη το ΙΝΕΜΥ (Ινστιτούτο Εμπορίου και Υπηρεσιών) διενεργεί ήδη έρευνα, η οποία περιλαμβάνει δειγματοληπτική τιμοληψία από το σύνολο των μικρών, μεσαίων και μεγάλων εμπορικών επιχειρήσεων της ένδυσης και υπόδησης, εξετάζοντας παράλληλα τους επιβαρυντικούς παράγοντες στη διατήρηση υψηλών επιπέδων τιμών, παρά την κρίση. Οι κυριότεροι απ' αυτούς είναι οι εξής:
- Οι υψηλοί φορολογικοί συντελεστές άμεσων φόρων και κυρίως του ΦΠΑ. Στην Ελλάδα αυξήθηκαν οι συντελεστές ΦΠΑ και διαμορφώθηκαν στο επίπεδο του 13% και 23%, αρκετά υψηλότερα από την Ισπανία (οι αντίστοιχοι είναι 8% και 18%) και το Ηνωμένο Βασίλειο (5% και 20%). Η συνολική φορολογία των επιχειρήσεων είναι σήμερα 30% και θα αυξηθεί περίπου στο 40% όταν ο Μ.Ο. της Ε.Ε. είναι 26%.
- Οι ενδοομιλικές συναλλαγές πολυεθνικών (transfer pricing), οι οποίες φουσκώνουν τις τιμές αλλά και το κόστος, προκειμένου να αποφεύγουν τη φορολογία στην Ελλάδα. Οι εν Ελλάδι θυγατρικές εισάγουν προϊόντα με τεχνητά υψηλό κόστος, το οποίο μετακυλίεται μέσω των υψηλών τιμών, στους καταναλωτές.
- Οι ρήτρες απαγόρευσης παράλληλων εισαγωγών, ο εξαναγκασμός δηλαδή των λιανεμπόρων να μην αγοράζουν από θυγατρικές των προμηθευτών τους σε άλλες χώρες όπου ενδεχομένως πωλούν φθηνότερα σε σχέση με την ελληνική αγορά.
- Οι στρεβλώσεις σε σχετικές με την εφοδιαστική αλυσίδα οι οποίες, εξαιτίας της ιδιομορφίας τους, εμποδίζουν τον ανταγωνισμό και συμβάλλουν στη διόγκωση των τελικών τιμών με την απαγόρευση συνδυαστικών μεταφορών νωπών με άλλα προϊόντα.
- Η εκτίναξη των τιμών ηλεκτρικού ρεύματος, φυσικού αερίου και γενικότερα των λογαριασμών των ΔΕΚΟ σε καταστήματα και αποθηκευτικούς χώρους καθώς και λοιπά πολεοδομικού τύπου προσκόμματα που επιβαρύνουν τα λειτουργικά έξοδα των εμπορικών επιχειρήσεων.
- Η ολιγοπωλιακή διάρθρωση της αγοράς χονδρικού και λιανικού εμπορίου με μυστικές συμφωνίες «καρτέλ» που εντόπισε η Επιτροπή Ανταγωνισμού σύμφωνα με διαπιστώσεις της Γενικής Γραμματείας Εμπορίου.
- Η μεγάλη εξάρτηση από τις διακυμάνσεις των διεθνών τιμών πετρελαίου με επιβάρυνση στην τελική τιμή σε σειρά προϊόντων όπου τα καύσιμα χρησιμοποιούνται ως πρώτη ύλη έχουν αυξήσει το κατά μονάδα κόστος καθώς έχουν εκτινάξει και το κόστος των μεταφορών.
- Η άνοδος των επιτοκίων δανεισμού όσων επιχειρήσεων μπορούν ακόμα να δανειστούν από τα χρηματοπιστωτικά ιδρύματα. Επίσης, εξαιτίας της παύσης των πιστώσεων που επιβλήθηκε στις ελληνικές εισαγωγικές επιχειρήσεις από τους προμηθευτές τους στο εξωτερικό, λόγω της έλλειψης αξιοπιστίας της χώρας μας (country risk), τις υποχρεώνει στην ουσία να επωμίζονται εξολοκλήρου και της μετρητοίς το κόστος αγοράς πολύ πριν την παραλαβή των εμπορευμάτων.
- Η αδυναμία πλήρους αποτύπωσης της ελληνικής πραγματικότητας, αφού σε πολλές περιπτώσεις λαμβάνουν χώρα στο ταμείο άτυπες εκπτώσεις πριν την έκδοση της απόδειξης, ανάλογα μάλιστα και με τον τρόπο πληρωμής, γεγονός που οδηγεί σε διαμόρφωση διαστρεβλωμένων στοιχείων.
- Η μονομερής προσήλωση των κρατικών φορέων στην άρση των εμποδίων εισόδου των επιχειρήσεων στην αγορά, όταν θα ήταν αποτελεσματικότερο να ενταθούν οι προσπάθειες στην κατεύθυνση της κατάργησης των γραφειοκρατικών παραγόντων που θα διαμορφώσουν χαμηλότερα την τελική τιμή.
Σε κάθε περίπτωση που εξετάζεται από το Ινστιτούτο Εμπορίου, υποστηρίζει τη Συνομοσπονδία, επιβεβαιώνεται ότι «οι έμποροι έχουν μειώσει το περιθώριο κέρδους τους για να αντεπεξέλθουν στις αυξημένες φορολογικές υποχρεώσεις, ενώ το κόστος προμήθειας παραμένει υψηλό», πράγμα που σημαίνει ότι «κάποιοι δεν αφήνουν τις ανταγωνιστικές μικρομεσαίες ελληνικές επιχειρήσεις να αγοράσουν φθηνά, ώστε να πουλήσουν φθηνά στον μισθολογικά εξασθενημένο και φορολογικά εξουθενωμένο Έλληνα καταναλωτή».
Κλείνοντας, η ΕΣΕΕ δηλώνει ότι σε μία από κοινού προσπάθεια με το υπουργείο Ανάπτυξης και τη Γενική Γραμματεία Εμπορίου, θα προτείνει βελτιωτικές παρεμβάσεις στην αγορά και θα βοηθήσει «να βρεθούν τα απαραίτητα "αντίμετρα" μείωσης των τιμών όλων των καταναλωτικών αγαθών, ώστε να αντιμετωπισθούν "ισοδύναμα" τα μέτρα των "μνημονίων της ακρίβειας"».