ΠΤΩΤΙΚΑ κινήθηκαν καθ' όλη τη διάρκεια των συνεδριάσεων οι δείκτες των ευρωπαϊκών χρηματιστηρίων με την πλειονότητα των κλάδων να δέχεται ισχυρές πιέσεις.
Οι ρευστοποιήσεις εντάθηκαν μετά την είδηση περί διεξαγωγής εισαγγελικής έρευνας στην αμερικανική εταιρεία Qwest με αποτέλεσμα οι περισσότεροι δείκτες να υποχωρήσουν εκ νέου στα επίπεδα του περασμένου Σεπτεμβρίου.
Όπως παρατηρούν αναλυτές, η εμπιστοσύνη των επενδυτών απέναντι στην αξιοπιστία των επιχειρήσεων έχει πληγεί σε μεγάλο βαθμό, καθώς σχεδόν καθημερινά κάνουν την εμφάνισή τους νέα σκάνδαλα, ενώ οι χθεσινές εξαγγελίες του αμερικανού προέδρου Τζορτζ Μπους για την αντιμετώπιση του φαινομένου http://www.naftemporiki.gr/news/static/02/07/10/230323.htm έγιναν δεκτές με σκεπτικισμό.
Στο χρηματιστήριο του Λονδίνου, ο δείκτης FTSE 100 έκλεισε στις 4.432,9 μονάδες μειωμένος κατά 2,42%, στο Παρίσι ο δείκτης CAC 40 στις 3.656,38 μονάδες με απώλειες 4,26% και ο δείκτης DJ Stoxx 50 στις 2.933,53 μονάδες σημειώνοντας πτώση κατά 3,37%.
Περίπου δύο ώρες πριν από το τέλος της συνεδρίασης στο χρηματιστήριο της Φρανκφούρτης ο δείκτης Xetra DAX υποχωρεί κατά 2,57% και βρίσκεται στις 4.257 μονάδες.
Σημαντικές απώλειες κατέγραψαν οι μετοχές των εταιρειών Royal Dutch και Unilever μετά την είδηση ότι η Standard & Poor's θα προχωρήσει στη διαγραφή τους από το δείκτη S&P 500 στις 19 Ιουλίου. Οι μετοχικές τους τιμές υποχώρησαν κατά 7,69% και 5,6% αντιστοίχως.
Ισχυρές πιέσεις δέχθηκε και η μετοχή της Vivendi Universal κλείνοντας κατά 4,6% χαμηλότερα. Η γαλλική επιτροπή κεφαλαιαγοράς ανακοίνωσε χθες ότι διεξάγει ελέγχους στα οικονομικά αποτελέσματα του γαλλο-αμερικανικού ομίλου ΜΜΕ από τον Ιανουάριο του 2001 μέχρι σήμερα.
Η ανακοίνωση αυτή επισκίασε δημοσίευμα της "Wall Street Journal" σύμφωνα με το οποίο η Vivendi απέφυγε τον κίνδυνο κρίσης ρευστότητας εξασφαλίζοντας δάνειο, ύψους ενός δισεκ. ευρώ (989 εκ. δολάρια), με τις πιστώτριες τράπεζες.
Ανάμεσα σ’ αυτές συγκαταλέγονται οι BNP Paribas, Societe Generale, Deutsche Bank, Credit Lyonnais, Citigroup και CSFB. Παράλληλα, η Vivendi βρίσκεται σε συνομιλίες για την εξασφάλιση ακόμη ενός δανείου, ύψους 2,5 δισ. ευρώ, με στόχο την αντιμετώπιση τεράστιου χρέους.
Πτωτικά κινήθηκε και ο κλάδος των τραπεζών. Αρνητικό αντίκτυπο είχε η απόφαση της Goldman Sachs να αναθεωρήσει προς τα κάτω τις επενδυτικές της προτάσεις για τις μετοχές των γαλλικών BNP Paribas και Credit Lyonnais και της γερμανικής Commerzbank.
Καλύτερη εικόνα εμφάνισαν οι εταιρείες παροχής τηλεπικοινωνιακών υπηρεσιών. Οι μετοχές των εταιρειών British Telecom, Telefonica και Telecom Italia σημείωσαν άνοδο. Ανοδικά κινείται αυτή την ώρα και η μετοχή της Deutsche Telekom στο χρηματιστήριο της Φρανκφούρτης.
Η άνοδος που σημειώνει τις τελευταίες ημέρες η μετοχή της γερμανικής εταιρείας αποδίδεται στην έντονη φημολογία ότι ο διευθύνων σύμβουλος της εταιρείας, Ρον Ζόμερ, εξετάζει το ενδεχόμενο να παραιτηθεί.
Ο κ. Σόμερ δέχεται πολλαπλές πιέσεις, καθώς η χρηματιστηριακή αξία του γερμανικού τηλεπικοινωνιακού ομίλου έχει υποχωρήσει κατά 90%, με επενδυτές και αναλυτές να κατηγορούν τον επικεφαλής της Deutsche Telekom για τη συσσώρευση τεράστιου χρέους, μέσω συμφωνιών εταιρικών εξαγορών και απόκτησης αδειών κινητής τηλεφωνίας επόμενης γενεάς.
Εξάλλου, σύμφωνα με δημοσίευμα της Wall Street Journal, η Voicestream, θυγατρική της Deutsche Telekom, βρίσκεται σε διαπραγματεύσεις με την αμερικανική AT&T Wireless διερευνώντας το ενδεχόμενο της μεταξύ τους συγχώνευσης. Η μετοχή της Deutsche Telekom ενισχύεται αυτή την ώρα κατά 1,94%.
Αντιθέτως, σημαντικές απώλειες (άνω του 9%) καταγράφει η μετοχή της Deutsche Post, η οποία προειδοποίησε σήμερα τους επενδυτές ότι σχεδιάζει να προβεί στην περικοπή 10.000 θέσεων εργασίας, καθώς βλέπει μείωση των κερδών της κατά τις επόμενες χρήσεις.
Τέλος, μεγάλη πτώση (6,11%) σημείωσε η μετοχή της εταιρείας κατασκευής τηλεπικοινωνιακού εξοπλισμού Alcatel μετά τη χθεσινή απόφαση της Moody's Investors Service να αναθεωρήσει προς τα κάτω την πιστοληπτική κατάταξη της παραπάνω εταιρείας της γαλλικής εταιρείας.
Εκπρόσωπος της Alcatel επισήμανε ότι ο γαλλικός όμιλος είναι αποφασισμένος να καταβάλει προσπάθειες για τη βελτίωση της πιστοληπτικής του κατάταξης, προσθέτοντας ότι η υποβάθμιση αντικατοπτρίζει τις προοπτικές ολόκληρου του τομέα τηλεπικοινωνιών.