Σε μια εποχή που το μεγάλο ζητούμενο είναι η ανάπτυξη, οι ορυκτές πρώτες ύλες μπορούν να αποτελέσουν μια νέα πηγή πλούτου, εσόδων και θέσεων εργασίας της χώρας, τόνισε ο γραμματέας της ΚΟ του ΠΑΣΟΚ, Γιάννης Μανιάτης, μιλώντας στο 23ο Ετήσιο Συνέδριο του Ελληνο-Αμερικανικού Εμπορικού Επιμελητηρίου.
Σε μια εποχή που το μεγάλο ζητούμενο είναι η ανάπτυξη, οι ορυκτές πρώτες ύλες μπορούν να αποτελέσουν μια νέα πηγή πλούτου, εσόδων και θέσεων εργασίας της χώρας, τόνισε ο γραμματέας της ΚΟ του ΠΑΣΟΚ, Γιάννης Μανιάτης, μιλώντας στο 23ο Ετήσιο Συνέδριο του Ελληνο-Αμερικανικού Εμπορικού Επιμελητηρίου.
Ο κ. Μανιάτης αναφέρθηκε ενδεικτικά στα πολύ μεγάλα έργα των αγωγών φυσικού αερίου TAP και NABUCCO αλλά και στην ενεργειακή διασύνδεση με υποθαλάσσιο ηλεκτρικό καλώδιο που θα συνδέει το Ισραήλ με την Κύπρο και την Κρήτη, με ταυτόχρονη αναφορά στη δυνατότητα δημιουργίας αγωγού φυσικού αερίου από τα κοιτάσματα της Κύπρου προς την Ελλάδα και στη συνέχεια την υπόλοιπη Ευρώπη. Ακόμα μίλησε για την αναγκαιότητα ηλεκτρικής διασύνδεσης και των άλλων νησιών της χώρας.
Σχετικά με την εκμετάλλευση των υδρογονανθράκων από την οποία υπολογίζονται δημόσια έσοδα ύψους 150 δισ. ευρώ σε βάθος τριακονταετίας προέκρινε τη δέσμευσή τους για την ίδρυση του «Εθνικού Ταμείου Αλληλεγγύης Γενεών». Επιπλέον αναφέρθηκε στα θέματα εξοικονόμησης ενέργειας και το πρόγραμμα «εξοικονομώ κατ’ οίκον» συνολικής δαπάνης 800 εκατ. ευρώ για το οποίο έχουν κατατεθεί 80.000 αιτήσεις, δημιουργεί 10.000 θέσεις εργασίας, προωθείται με ελληνικά κατά 80% υλικά και αναμένεται να αποσβέσει το κόστος του σε πέντε έως επτά χρόνια.
Για τον ορυκτό πλούτο της Ελλάδας, ο κ. Μανιάτης τόνισε ότι τα συνολικά αποθέματα ορυκτού πλούτου στο υπέδαφος της χώρας μας ξεπερνούν σε αξία τα 40 δισ. ευρώ χωρίς τα κοιτάσματα υδρογονανθράκων, στο κλάδο απασχολούνται πάνω από 100.000 άτομα και παράλληλα αποτελεί έναν σημαντικά εξωστρεφή τομέα.
Στον ευρύτερο χώρο του ορυκτού πλούτου, έχουν ήδη υλοποιηθεί ένα σύνολο από παρεμβάσεις με στόχο τη στήριξη του κλάδου σε μακροπρόθεσμο ορίζοντα, με σημαντικότερη παρέμβαση την έκδοση το 2011 του νέου Κανονισμού Μεταλλευτικών και Λατομικών Εργασιών (ΚΜΛΕ), μετά από 27 ολόκληρα χρόνια, ο οποίος αποτελεί ένα από τα πιο σύγχρονα εργαλεία σε ευρωπαϊκό επίπεδο, για την ασφαλή και ορθολογική διενέργεια των σχετικών εργασιών, καθώς και τη διαμόρφωση από το Φεβρουάριο του 2012 των αρχών και κατευθύνσεων της Εθνική Μεταλλευτικής Πολιτικής, σε στενή συνεργασία με τους φορείς της αγοράς.
Επίσης υπογράμμισε ότι για πρώτη φορά ανοίγουν νέες θέσεις εργασίας στην πιο παραμελημένη μορφή πράσινης ενέργειας στην χώρα, τη Γεωθερμία. Όπως ανέφερε, «υπήρξε επενδυτικό ενδιαφέρον από σοβαρές ελληνικές επιχειρήσεις που αποφάσισαν να επενδύσουν δεκάδες εκατομμύρια ευρώ στον πρωτογενή τομέα με την ανάπτυξη Θερμοκηπιακών μονάδων με Υδροπονική Καλλιέργεια και χρησιμοποιούμενη θέρμανση τη Γεωθερμία. Σήμερα, έχουμε ως αποτέλεσμα τις πρώτες προσκλήσεις για εκδήλωση ενδιαφέροντος για νέες θέσεις εργασίας να είναι πραγματικότητα. Μόνο για την Περιφερειακή Ενότητα Ξάνθης, σε αυτήν την ιδιαίτερα δύσκολη περίοδο, υπάρχουν επενδυτικά σχέδια για 300 στρέμματα θερμοκηπίων υδροπονίας με θέρμανση από τη γεωθερμία».
Για την αξιοποίηση του συνόλου του ορυκτού πλούτου της Ελλάδας, ο κ. Μανιάτης τόνισε τις νέες παραμέτρους που προσδιορίζουν το σύγχρονο ευρωπαϊκό πλαίσιο διαφάνειας και δημοσίου οφέλους που εφαρμόζει πια η χώρα μας και οι οποίες φτάνουν το 27% στο σύνολο των κριτηρίων αξιολόγησης. Για πρώτη φορά εφαρμόζονται στη χώρα, ειδικά κριτήρια τόσο για τη δημιουργία νέων θέσεων εργασίας, όσο και για την προστασία του περιβάλλοντος. Πιο συγκεκριμένα:
-7% για την καταπολέμηση της ανεργίας με υπολογισμό των νέων θέσεων πλήρους απασχόλησης
-8% σε δράσεις Εταιρικής Κοινωνικής Ευθύνης
-7% για την πρόσληψη εργαζομένων από την τοπική κοινωνία
-5% για επιπλέον πρόσθετες περιβαλλοντικές δράσεις και δαπάνες, πέραν αυτών που προβλέπονται από τη νομοθεσία.
Κλείνοντας, ο κ. Μανιάτης, τόνισε πως χρειαζόμαστε ένα νέο αναπτυξιακό μοντέλο, προσανατολισμένο στην ποιότητα, την αποδοτικότητα των φυσικών πόρων, την οικονομία της γνώσης και τη μετάβαση σε μια βιώσιμη κοινωνικά και χωρίς αποκλεισμούς οικονομία της αγοράς. «Ο τομέας του ορυκτού πλούτου αποτελεί βασικό πυλώνα, για να πρωταγωνιστήσουμε σε ένα νέο οικονομικό και επενδυτικό πλαίσιο ευκαιριών, δημιουργίας θέσεων εργασίας και ενίσχυσης των δημόσιων εσόδων», κατέληξε.