Οικονομία & Αγορές
Τρίτη, 04 Ιανουαρίου 2011 13:11

Το Φεβρουάριο ο συμψηφισμός ΦΠΑ και οφειλών προς το Δημόσιο

Το Φεβρουάριο θα ολοκληρωθεί σε συνεργασία με το υπουργείο Οικονομικών το ζήτημα του συμψηφισμού ΦΠΑ που οφείλει το κράτος με χρέη των επιχειρήσεων προς το Δημόσιο, διαβεβαίωσε ο υφυπουργός Περιφερειακής Ανάπτυξης, Παναγιώτης Ρήγας.

Το Φεβρουάριο θα ολοκληρωθεί σε συνεργασία με το υπουργείο Οικονομικών το ζήτημα του συμψηφισμού ΦΠΑ που οφείλει το κράτος με οφειλές των επιχειρήσεων στο κράτος, διαβεβαίωσε ο υφυπουργός Περιφερειακής Ανάπτυξης και Ανταγωνιστικότητας Παναγιώτης Ρήγας, μιλώντας στην αρμόδια επιτροπή της Βουλής επί του νέου αναπτυξιακού νομοσχεδίου.

Ο υφυπουργός παραδέχθηκε ότι υπήρξαν μεγάλες καθυστερήσεις στην επιστροφή του ΦΠΑ, σημειώνοντας ότι η νέα κυβέρνηση είχε να επιστρέψει ΦΠΑ από το 2005 ύψους 1,4 δισ. και από αυτά επιστράφηκε το 2010 ποσό 1,2 δισ. ευρώ.

Οπως γνωστοποίησε εν συνεχεία, εντός του Ιανουαρίου θα αρχίσουν να υλοποιούνται οι πρώτες ΣΔΙΤ αρχικά με ένα πρόγραμμα διαχείρισης απορριμμάτων στη Δυτική Μακεδονία και στη συνέχεια μέχρι το Μάρτιο με κατασκευή πυροσβεστικών σταθμών και νέων σχολείων.

Σχολιάζοντας τις επικρίσεις βουλευτών της αξιωματικής αντιπολίτευσης για τον προηγούμενο επενδυτικό νόμο του 2004, ο υφυπουργός τόνισε ότι ήταν ένας νόμος χωρίς στόχευση, αφού επιδοτούσε τα πάντα, χωρίς όμως να προσδιορίζει τη δαπάνη που θα προκαλούσε.

Ετσι, συμπλήρωσε, από το σύνολο των 13.607 επενδυτικών σχεδίων που κατατέθηκαν συνολικά, εγκρίθηκαν 8.308 και υπολείπονται να ελεγχθούν άλλα 2.400, από τα οποία όμως τα 2.000 αφορούν φωτοβολταϊκά, που δεν παράγουν θέσεις εργασίας.

Το ύψος των ενισχύσεων που απαιτούσε η έγκριση όλων αυτών των σχεδίων ήταν 17,6 δισ. ευρώ, ενώ το ύψος της δημόσιας δαπάνης έφθανε τα 7,3 δισ. ευρώ. Από το ποσό των 7,3 δισ. μέχρι σήμερα έχουν εκταμιευθεί περί τα 2,6 δισ., από τα οποία περίπου το 1 δισ. από τη σημερινή κυβέρνηση, ενώ υπάρχει προβληματισμός για το πώς θα δοθούν τα άλλα 5 δισ. που οφείλει το κράτος στους επενδυτές.

Απαντώντας εξάλλου ο κ. Ρήγας σε αιτιάσεις βουλευτών από όλες τις πτέρυγες σχετικά με την προβληματική αντιμετώπιση των νομών τους από τον επενδυτικό νόμο, σημείωσε ότι θα καταβληθεί προσπάθεια να αρθούν αδικίες μέσω των υπουργικών αποφάσεων που θα εκδοθούν κατ' επιταγήν του ίδιου του επενδυτικού νόμου.

Κυβερνητικοί βουλευτές αναφέρθηκαν στην ανάγκη θέσπισης ενός σταθερού και διαφανούς αναφορικά με τις διαδικασίες ελέγχου και αξιολόγησης επενδυτικού νόμου, ενώ οι βουλευτές της αξιωματικής αντιπολίτευσης έκαναν από την πλευρά τους λόγο για απαράδεκτη καθυστέρηση στο να έλθει ο νέος νόμος.

Ειδικότερα, η βουλευτής του ΠΑΣΟΚ Κατερίνα Μπατζελή ζήτησε την επανεξέταση των κριτηρίων ενίσχυσης των περιφερειών.

Η κ. Μπατζελή αναφέρθηκε στην περιφερειακή διάσταση του νόμου και επικαλούμενη παράλληλα τα ποσοστά επιδότησης στο Νομό Φθιώτιδας που αγγίζουν το 15%: «Δεν μπορεί σήμερα στη Φθιώτιδα να υπάρχει μέγιστη επιδότηση 15%. Κάτι τέτοιο συνεπάγεται καθυστέρηση της ανάπτυξης του νομού, ενώ τα εμπόδια που έθεσε το ΕΣΠΑ με την περιφερειακή κατανομή δε θα ξεπεραστούν. Πρέπει να αλλάξει η αξιολόγηση και η κατανομή των κριτηρίων».

Γενικότερα, αφού σημείωσε πως ο νέος νόμος έχει σημαντικές καινοτομίες και είναι σαφής και ανοιχτός σε όλους, επισήμανε πως πρέπει να λειτουργήσει συμπληρωματικά με το ΕΣΠΑ, το ΠΕΠ και το Πρόγραμμα «Αλέξανδρος Μπαλτατζής» και να καλύψει τα «κενά» και τις αδυναμίες των άλλων διαθρωτικών πολιτικών».

Ο κ. Ρήγας αντέτεινε ότι τα στοιχεία που χαρακτηρίζουν το νέο νόμο είναι η σαφήνεια, η απλότητα, η διαφάνεια, αλλά και συγχρόνως η εγκατάλειψη του εργαλείου των επιδοτήσεων, το οποίο απέτυχε, ενώ απαντώντας στην ένσταση του Π. Λαφαζάνη από τον ΣΥΡΙΖΑ για τη μη ένταξη δημοσίων και δημοτικών επιχειρήσεων στον επενδυτικό νόμο, είπε ότι αυτό απαγορεύεται από την κοινοτική νομοθεσία.

Θετικές κρίσεις και ενστάσεις από τους φορείς για τον Επενδυτικό

Από την πλευρά τους, οι κοινωνικοί φορείς κατά την ακρόασή τους διατύπωσαν θετικές, σε γενικές γραμμές, κρίσεις, αλλά με αρκετές ενστάσεις από εμπόρους, επιμελητήρια και ξενοδόχους. Παράλληλα, κατατέθηκαν πολλές προτάσεις και υπομνήματα προς το αρμόδιο υπουργείο, εν όψει της δεύτερης ανάγνωσης του σχετικού νομοσχεδίου την ερχόμενη εβδομάδα.

Ο γενικός διευθυντής της ΠΑΣΕΓΕΣ Γιάννης Τσιφόρος τόνισε ότι ο πρωτογενής τομέας ήταν πάντα ο φτωχός συγγενής των επενδυτικών νόμων, ενώ υστερεί και στη χρηματοδότηση και τη στήριξη, αφού οι επιχειρήσεις του αγροτικού τομέα απολάμβαναν πάντα μικρό ποσοστό χρηματοδότησης από τα τραπεζικά ιδρύματα. Υπογράμμισε δε ότι η ελπίδα είναι στο υπό σύσταση Εθνικό Ταμείο Επιχειρηματικότητας και Ανάπτυξης στο οποίο θα μετεξελιχθεί το ΤΕΜΠΜΕ.

Ο αντιπρόεδρος της ΓΣΕΒΕΕ Γιώργος Καβαθάς σημείωσε ότι σαφώς το νομοσχέδιο κινείται σε ορθή κατεύθυνση, κρίνοντας ως απολύτως θετική την εισαγωγή των φοροαπαλλαγών, αντί των ξεπερασμένων επιδοτήσεων, ενώ έκρινε ως θετική την κατεύθυνση υπέρ της νεανικής επιχειρηματικότητας.

Ωστόσο έκανε λόγο για απουσία περιφερειακής στόχευσης, αλλά και οριοθέτησης κατανομής πόρων μεταξύ μεγάλων, μεσαίων και μικρών επιχειρήσεων, μη θεσμοθέτηση αφορολογήτου αποθεματικού και διατήρηση του ύψους της επένδυσης στα 200.000 ευρώ για να υπαχθεί στο νόμο, αντί των 100.000 που προτείνεται.

Ο Βασίλης Κορκίδης, πρόεδρος της Εθνικής Συνομοσπονδίας Ελληνικού Εμπορίου, μετέφερε την «έκπληξη και δυσαρέσκεια» του εμπορικού κόσμου για την εξαίρεση του εμπορίου από τον επενδυτικό νόμο, με αποτέλεσμα 320.000 εμπορικές επιχειρήσεις οι οποίες καλύπτουν το 30% των επιχειρήσεων της ελληνικής οικονομίας να εξαιρούνται από το καθεστώς των ενισχύσεων, ενώ την ίδια ώρα δίδεται η δυνατότητα εμπορικές επιχειρήσεις να συμμετέχουν σε επιχειρηματικά πάρκα.

Παράλληλα, εξέφρασε αμφιβολία για το αν η μετατροπή του ΤΕΜΠΜΕ σε ΕΤΕΑΝ θα επιφέρει τα προσδοκώμενα ευεργετικά αποτελέσματα, αφού η επιτυχία εξαρτάται από τον χρηματοπιστωτικό τομέα.

Παρατήρησε ότι με το νέο νόμο δεν δίνεται άμεση λύση στην κωλυσιεργία για την έκδοση άδειας λειτουργίας, ενώ για τα αφορολόγητα αποθεματικά είπε ότι ευνοούν μόνον τις μεγάλες επιχειρήσεις.

Εξαιρετικά βελτιωμένο σε σχέση με ό,τι προϋπήρξε, χαρακτήρισε τον νέο επενδυτικό νόμο ο πρόεδρος του Συνδέσμου Τουριστικών Επιχειρήσεων Νίκος Αγγελόπουλος, κρίνοντας ότι το ζητούμενο σε έναν επιτυχημένο επενδυτικό νόμο είναι η βελτίωση της απασχόλησης, που δεν συμβαδίζει οπωσδήποτε με τη βελτίωση του ΑΕΠ.

Σημείωσε, πάντως, ότι τα φορολογικά κίνητρα που παρέχει ο νέος αναπτυξιακός νόμος είναι χωρίς αντίκρισμα στον τουρισμό ("έχουν μεταφυσική αξία"), καθώς οι κερδοφόρες επιχειρήσεις, ιδίως για το 2010, είναι ανύπαρκτες, κρίνοντας ως πραγματικά αποτελεσματικό κίνητρο την επιδότηση εργασίας για τη δημιουργία νέων θέσεων εργασίας.

Παρεμβαίνοντας στο σημείο αυτό ο υπουργός Μιχάλης Χρυσοχοΐδης επισήμανε ότι συζητείται αναπτυξιακός νόμος και ότι η επιδότηση εργασίας είναι άλλης πολιτικής ζήτημα.

Κατά τον κ. Αγγελόπουλο το μείζον θέμα που θα έπρεπε να υπάρχει στο νέο αναπτυξιακό νόμο και αφορά τον αποκλεισμό και την επιδότηση νέων κλινών στις κορεσμένες τουριστικά περιοχές, δεν έχει περιληφθεί.

Τέλος, ο εκπρόσωπος του Συνδέσμου Ελληνικών Βιομηχανιών Φωκίων Δεληγιάννης τόνισε ότι ο νέος επενδυτικός νόμος περιλαμβάνει πολλές καινοτομίες και απλοποιήσεις που ενθαρρύνουν με ουσιαστικό τρόπο την υλοποίηση των επενδυτικών σχεδίων.

Συμπλήρωσε ότι υιοθετείται μία αντίληψη για τις επενδύσεις και προτάσσεται μια πρακτική ενίσχυσής τους που απομακρύνεται από τις αναποτελεσματικές θεωρήσεις προηγουμένων ετών. Εξάλλου, χαρακτήρισε ορθή την πρόθεση ενίσχυσης της επενδυτικής προσπάθειας σε τομείς που αναπτύσσονται γρήγορα και έχουν τη δυνατότητα να είναι διεθνώς ανταγωνιστικοί, ενώ, παράλληλα, υπάρχει προσφορά κινήτρων για τη βελτίωση της ανταγωνιστικότητας των μικρομεσαίων επιχειρήσεων.

Ταυτόχρονα όμως, είπε, απαιτείται συνολική προσπάθεια για δημιουργία ενός ευρύτερου περιβάλλοντος φιλικού προς την επιχειρηματικότητα και διεθνώς ανταγωνιστικού ως προς τα πλεονεκτήματα που προσφέρει στους επενδυτές, κάτι στο οποίο υστερεί η χώρα μας.

Γραπτό υπόμνημα κατατέθηκε από την Κεντρική Ένωση Επιμελητηρίων Ελλάδος (ΚΕΕΕ), στο οποίο αναφέρεται ότι το νομοσχέδιο «διέψευσε πολλές από τις προσδοκίες της επιμελητηριακής και επιχειρηματικής κοινότητας», καθώς υιοθετεί πολλές από τις ρυθμίσεις του προηγούμενου προσχεδίου της προηγούμενης ηγεσίας του υπουργείου με την εξαίρεση του χονδρικού και λιανικού εμπορίου από τις διατάξεις του νόμου.

Κατά την ΚΕΕΕ, η προτίμηση της κυβέρνησης σε ενισχύσεις υπό τη μορφή των φοροαπαλλαγών αντί των επιδοτήσεων «δεν συγκινεί ιδιαιτέρως τον επιχειρηματικό κόσμο».

Πηγή: ΑΠΕ-ΜΠΕ