η χώρα πέτυχε και τον εξαιρετικά φιλόδοξο στόχο της, να ενισχύσει την ενεργειακή αποδοτικότητα κατά 20% μέσα σε μόλις πέντε χρόνια!
Στα περισσότερα άρθρα με θέμα τα... επιτεύγματα της Κίνας στον τομέα του περιβάλλοντος αναφέρεται ότι η αχανής χώρα είναι πλέον ο μεγαλύτερος ρυπαντής στον κόσμο - κατασκευάζοντας σχεδόν ένα εργοστάσιο παραγωγής ηλεκτρικής ενέργειας την εβδομάδα (!) - και ότι το Πεκίνο καλύπτεται σχεδόν μόνιμα από αποπνικτικό νέφος.
Αυτό που δεν αναφέρεται τόσο συχνά είναι ότι οι Κινέζοι είναι ταυτόχρονα πρωτοπόροι στον κλάδο της «καθαρής» τεχνολογίας, επενδύοντας περισσότερα χρήματα από οποιαδήποτε άλλη χώρα.
Σύμφωνα ωστόσο με νέα έκθεση της κινεζικής κυβέρνησης, η χώρα πέτυχε και τον εξαιρετικά φιλόδοξο στόχο της, να ενισχύσει την ενεργειακή αποδοτικότητα κατά 20% μέσα σε μόλις πέντε χρόνια! Πώς έγινε αυτό; Με μείωση της διοχέτευσης ηλεκτρικού ρεύματος στις βιομηχανίες και με την επιβολή κυλιόμενων συσκοτήσεων σε εργοστάσια, ακόμη και σε πόλεις. «Η κατανάλωση ενέργεια ανά μονάδα ΑΕΠ μειώθηκε κατά 20% το 2010 σε σχέση με τα επίπεδα του 2005», δήλωσε ο επικεφαλής της Εθνικής Επιτροπής Ανάπτυξης και Μεταρρυθμίσεων, Ζανγκ Πινγκ.
Για να επιτευχθεί ο στόχος επιστρατεύτηκε κάθε μέσο, ακόμη και επιθεωρητές που επισκέπτονταν εργοστάσια σε όλες τις επαρχίες για να διαπιστώσουν κατά πόσο είχαν συμμορφωθεί με τις προσταγές του Πεκίνου. Πάνω από 2.000 εργοστάσια παραγωγής χάλυβα και τσιμέντου έκλεισαν.
Πέρυσι τέτοια εποχή, Κινέζοι αξιωματούχοι παραδέχονταν ότι η επίτευξη του στόχου θα ήταν δύσκολη, καθώς η χώρα κατέβαλλε προσπάθειες να ανακάμψει από την παγκόσμια χρηματοπιστωτική κρίση μέσω σχεδίου «τόνωσης» της οικονομίας που προέβλεπε μεταξύ άλλων αναβάθμιση των βιομηχανικών της υποδομών. Μάλιστα έως το 2009, η ενεργειακή ένταση - ή αποδοτικότητα- της Κίνας είχε μειωθεί κατά 14,4%, όμως η τάση αυτή αντιστράφηκε στις αρχές του 2010 για πρώτη φορά από το 2006, όταν άρχισε η ανάκαμψη.
Το επίτευγμά της μοιάζει ακόμη πιο εκπληκτικό εάν αναλογιστεί κανείς ότι η Κίνα έχει προ πολλού εκτοπίσει τις Ηνωμένες Πολιτείες ως ο υπ' αριθμόν ένα παραγωγός εκπομπών αερίων του θερμοκηπίου, κυρίως εξαιτίας της ραγδαίας οικονομικής της ανάπτυξης.