Μειωμένα κατά 50,5% εμφανίζονται τα προ φόρων κέρδη του Ομίλου της Εθνικής Τράπεζας της Ελλάδος μετά την αφαίρεση των δικαιωμάτων μειοψηφίας στο πρώτο εξάμηνο του 2002, καθώς ανήλθαν σε 228,8 εκατ. ευρώ.
Σύμφωνα με σχετική ανακοίνωση, η μείωση αυτή οφείλεται στην κάμψη των διαπραγματευτικών κερδών, τα οποία στο πρώτο εξάμηνο του 2002 περιορίστηκαν σε 70,5 εκατ. ευρώ έναντι 265,7 εκατ. ευρώ στην αντίστοιχη περίοδο του 2001. Για τον ίδιο λόγο, τα προ φόρων κέρδη της μητρικής Τράπεζας ανήλθαν στο πρώτο εξάμηνο του 2002 σε 203,8 εκατ. ευρώ έναντι 430,9 εκατ. ευρώ στο πρώτο εξάμηνο του 2001 (πτώση 52,7%).
Παρά την αρνητική συγκυρία των αγορών, η οργανική κερδοφορία του Ομίλου παρουσιάζει βελτίωση. Ειδικότερα στο πρώτο εξάμηνο του 2002 τα καθαρά επιτοκιακά έσοδα του Ομίλου διαμορφώθηκαν σε επίπεδα υψηλότερα του πρώτου εξαμήνου του 2001 (2002: 573,6 εκατ. ευρώ, 2001: 569,8 εκατ. ευρώ). Η εξέλιξη αυτή αντανακλά τη βελτίωση των καθαρών επιτοκιακών εσόδων στο δεύτερο τρίμηνο του 2002, τα οποία σημειώνουν αύξηση κατά 8,8% έναντι του πρώτου τριμήνου.
Αντίστοιχη τάση καταγράφεται στο καθαρό επιτοκιακό περιθώριο του Ομίλου, το οποίο για δεύτερο συνεχές τρίμηνο σημειώνει αύξηση και υπολογίζεται για το πρώτο εξάμηνο σε 238 μονάδες βάσης (πρώτο τρίμηνο 2002: 234 μονάδες βάσης).
Οι καθαρές προμήθειες του Ομίλου στο πρώτο εξάμηνο του 2002 ανήλθαν σε 164,9 εκατ. ευρώ, αυξημένες κατά 2,5% έναντι της αντίστοιχης περιόδου του 2001. Θετική δυναμική σημειώνεται στο δεύτερο τρίμηνο του 2002 με το ρυθμό αύξησης των καθαρών προμηθειών να διαμορφώνεται σε 5,7% σε σχέση με το πρώτο τρίμηνο. Η αύξηση αυτή επιτεύχθηκε παρά τη συνεχιζόμενη μείωση των προμηθειών που συνδέονται με την κεφαλαιαγορά, η οποία υπολογίζεται σε 19,6% σε σχέση με το πρώτο εξάμηνο του 2001.
Τα έσοδα του Ομίλου, πλην των διαπραγματευτικών, διατηρούνται στα επίπεδα του 2001 (πρώτο εξάμηνο 2002: 766,4 εκατ. ευρώ, πρώτο εξάμηνο 2001: 771,8 εκατ. ευρώ), καταγράφοντας τάση βελτίωσης κατά 8,5% στο δεύτερο τρίμηνο του 2002. Περαιτέρω ποιοτική βελτίωση της σύνθεσης των εσόδων του Ομίλου σημειώνεται στο 2002, με τις οργανικές πηγές κερδοφορίας να αντιπροσωπεύουν πλέον το 91,6% των συνολικών εσόδων.
Οπως επισημαίνει η τράπεζα, θετική συμβολή στη συνολική κερδοφορία του Ομίλου είχε η συστηματική προσπάθεια συγκράτησης του λειτουργικού κόστους, γεγονός που υπογραμμίζεται από τα παρακάτω:
- Οι λειτουργικές δαπάνες του Ομίλου κατά το πρώτο εξάμηνο του 2002 περιορίστηκαν σε 142,6 εκατ. ευρώ παρουσιάζοντας σχεδόν μηδενική μεταβολή σε σχέση με τα μέσα επίπεδα του 2001, παρά τις έκτακτες δαπάνες της εισαγωγής του ευρώ που επιβάρυναν την τρέχουσα χρήση.
- Οι δαπάνες προσωπικού του Ομίλου σημειώνουν αύξηση μόλις 1% σε σχέση με τα μέσα επίπεδα του 2001 και 2,9% σε σχέση με το πρώτο εξάμηνο της προηγούμενης χρήσης. Η ολοκλήρωση του προγράμματος εθελούσιας εξόδου της ΕΤΕ έχει ως αποτέλεσμα την αποχώρηση 680 περίπου εργαζομένων μέχρι το τέλος του τρέχοντος έτους πέραν των 120 ατόμων που έχουν αποχωρήσει το πρώτο εξάμηνο.
Το κόστος της εθελούσιας εξόδου των 680 ατόμων αναμένεται να διαμορφωθεί σε 21 εκατ. ευρώ περίπου, ενώ το αντίστοιχο ετήσιο μισθολογικό κόστος της ομάδας αυτής θα ανέρχονταν περίπου σε 37 εκατ. ευρώ. Επιπλέον, πέραν των ανωτέρω, έχουν ήδη αποχωρήσει από τις θυγατρικές και τις μονάδες του εξωτερικού την ίδια περίοδο 420 άτομα. Οι παραπάνω μεταβολές αναμένεται να έχουν θετική επίδραση στη μείωση του κόστους προσωπικού και στη βελτίωση της αποδοτικότητας στα προσεχή τρίμηνα.
Το συνολικό ύψος χορηγήσεων και εταιρικών χρεογράφων του Ομίλου στο τέλος του πρώτου εξαμήνου του 2002 ανήλθε σε 22,1 δισ. ευρώ, καταγράφοντας αύξηση 12,9% σε ετήσια βάση. Ο τομέας της λιανικής τραπεζικής εξακολουθεί να αναπτύσσεται δυναμικά. Ειδικότερα, στα υπόλοιπα της καταναλωτικής πίστης (πιστωτικές κάρτες, καταναλωτικά και προσωπικά δάνεια) καταγράφεται στην τρέχουσα χρήση ετήσιος ρυθμός αύξησης 22,4% σε σχέση με την 31.12.2001. Ο αντίστοιχος ετήσιος ρυθμός αύξησης των υπολοίπων της στεγαστικής πίστης υπολογίζεται σε 20%.
Η ποιότητα του χαρτοφυλακίου χορηγήσεων διατηρείται σε υψηλά επίπεδα παρά τη σημαντική αύξησή του. Τα μη εξυπηρετούμενα δάνεια μετά από τις σχετικές προβλέψεις αντιπροσωπεύουν το 2,3% του συνολικού χαρτοφυλακίου και υπερκαλύπτονται από εμπράγματα βάρη και λοιπές εξασφαλίσεις.
Επίσης, παρά τη συνεχιζόμενη διεύρυνση του χαρτοφυλακίου χορηγήσεων, η ισχυρή καταθετική βάση του Ομίλου διαμορφώνει τη σχέση χορηγήσεων προς καταθέσεις σε 43,4%, γεγονός που επιτρέπει την ομαλή και υγιή περαιτέρω ανάπτυξη του Ομίλου, σύμφωνα με την ανακοίνωση.
Ο συντελεστής αποτελεσματικότητας (Efficiency Ratio) του Ομίλου το πρώτο εξάμηνο του 2002 υπολογίζεται σε 70,7% έναντι 60,4% το 2001, επηρεαζόμενος αρνητικά από τη μείωση των διαπραγματευτικών κερδών. Για τον ίδιο λόγο, η προ φόρων απόδοση των ιδίων κεφαλαίων του Ομίλου (Pre- Tax Return on Average Equity) διαμορφώθηκε σε 19,3% (2001: 27,1%) και η απόδοση του ενεργητικού του Ομίλου (Return on Average Assets) σε 0,87% (2001: 1,40%).