Όταν εργαζόμενος ασκεί τις δραστηριότητές του σε περισσότερα του ενός κράτη μέλη, προς εκδίκαση διαφοράς σχετικής με τη σύμβαση εργασίας του εφαρμόζεται το δίκαιο της χώρας όπου αυτός εκτελεί το ουσιώδες μέρος των επαγγελματικών του υποχρεώσεων, απεφάνθη το Δικαστήριο της Ε.Ε.
Όταν εργαζόμενος ασκεί τις δραστηριότητές του σε περισσότερα του ενός κράτη μέλη, προς εκδίκαση διαφοράς σχετικής με τη σύμβαση εργασίας του εφαρμόζεται το δίκαιο της χώρας όπου αυτός εκτελεί το ουσιώδες μέρος των επαγγελματικών του υποχρεώσεων, απεφάνθη το Δικαστήριο της Ευρωπαϊκής Ενωσης στην υπόθεση C-29/10 Heiko Koelzsch κατά του Λουξεμβούργου.
Η Σύμβαση της Ρώμης για το εφαρμοστέο δίκαιο στις συμβατικές ενοχές σε αστικές και εμπορικές υποθέσεις προβλέπει, όσον αφορά τη σύμβαση εργασίας, ότι, καταρχήν, αυτή διέπεται από το δίκαιο που επιλέγουν οι συμβαλλόμενοι. Ωστόσο, η επιλογή αυτή δεν μπορεί να έχει ως αποτέλεσμα να στερήσει τον εργαζόμενο από την προστασία που του εξασφαλίζουν οι αναγκαστικού δικαίου διατάξεις του δικαίου που θα ήταν εφαρμοστέο σε περίπτωση που δεν είχε γίνει επιλογή (άρθρο 6). Έτσι, όταν οι συμβαλλόμενοι δεν έχουν ορίσει εφαρμοστέο δίκαιο, η σύμβαση εργασίας διέπεται από το δίκαιο της χώρας όπου ο εργαζόμενος «παρέχει συνήθως την εργασία του» ή, επικουρικώς, από το δίκαιο της χώρας όπου βρίσκεται η εγκατάσταση του εργοδότη όταν ο εργαζόμενος δεν παρέχει συνήθως την εργασία του εντός μιας μόνο χώρας. Όλως εξαιρετικώς, η σύμβαση διέπεται από το δίκαιο της χώρας με την οποία η σύμβαση εργασίας συνδέεται στενότερα.
Στην υπόθεση C-29/10, το Εφετείο του Λουξεμβούργου έθεσε ερώτημα στο Δικαστήριο σχετικά με το αν πρέπει να γίνει δεκτό ότι, όταν ο εργαζόμενος παρέχει μεν την εργασία του εντός πλειόνων χωρών, αλλά επιστρέφει συστηματικά σε μία από αυτές, το δίκαιο της χώρας αυτής πρέπει να έχει εφαρμογή ως «το δίκαιο της χώρας όπου ο εργαζόμενος παρέχει συνήθως την εργασία του» υπό την έννοια της Συμβάσεως της Ρώμης.
Με την απόφασή του το Δικαστήριο της Ε.Ε. υπενθυμίζει ότι το άρθρο 6 της Συμβάσεως της Ρώμης καθορίζει τους ειδικούς κανόνες ιδιωτικού διεθνούς δικαίου περί ατομικών συμβάσεων εργασίας. Οι ως άνω κανόνες παρεκκλίνουν από τους κανόνες που αφορούν, αντιστοίχως, την ελευθερία επιλογής του εφαρμοστέου δικαίου και τα κριτήρια προσδιορισμού του δικαίου αυτού ελλείψει τέτοιας επιλογής. Το άρθρο 6 περιορίζει με τον τρόπο αυτόν την ελευθερία επιλογής του εφαρμοστέου δικαίου. Προβλέπει ότι οι συμβαλλόμενοι δεν μπορούν να αποκλείουν με συμφωνία τους την εφαρμογή των αναγκαστικού δικαίου διατάξεων του δικαίου που θα ήταν εφαρμοστέο στη σύμβαση ελλείψει σχετικής επιλογής. Στη συνέχεια, το άρθρο αυτό θέτει ειδικά κριτήρια συνδέσεως τα οποία είναι, πρώτον, αυτό της χώρας όπου ο εργαζόμενος «παρέχει συνήθως την εργασία του» και, δεύτερον, όταν δεν υφίσταται τέτοιος τόπος, αυτό της χώρας «όπου ευρίσκεται η εγκατάσταση της επιχείρησης που προσέλαβε τον εργαζόμενο».
Συναφώς, το Δικαστήριο διαπιστώνει ότι η Σύμβαση της Ρώμης αποσκοπεί να εξασφαλίσει την κατάλληλη προστασία του εργαζομένου. Επομένως, όταν αυτός ασκεί τις δραστηριότητές του σε περισσότερα από ένα συμβαλλόμενα κράτη, η Σύμβαση πρέπει να ερμηνεύεται υπό την έννοια ότι εξασφαλίζει την εφαρμογή του πρώτου κριτηρίου που παραπέμπει στο δίκαιο του κράτους εντός του οποίου ο εργαζόμενος εκπληρώνει το ουσιώδες μέρος των υποχρεώσεών του έναντι του εργοδότη του σε εκτέλεση της συμβάσεως και, με τον τρόπο αυτόν, στο δίκαιο της χώρας εντός της οποίας ή με βάση την οποία ο εργαζόμενος ασκεί όντως τις επαγγελματικές δραστηριότητές του, ελλείψει δε κάποιου κέντρου ασκήσεως δραστηριοτήτων, στο δίκαιο της χώρας όπου αυτός ασκεί το μεγαλύτερο μέρος των δραστηριοτήτων του.