Κατά της αναδιάρθρωσης χρέους τάχθηκε εκ νέου ο διοικητής της Τράπεζας της Ελλάδος Γ. Προβόπουλος, παρουσιάζοντας σήμερα την ετήσια έκθεση της ΤτΕ για την ελληνική οικονομία. Προβλέψεις για συρρίκνωση του ΑΕΠ κατά 3% και άνοδο της ανεργίας πάνω από το 15% φέτος.
Κατά της αναδιάρθρωσης του ελληνικού χρέους τάχθηκε εκ νέου ο διοικητής της Τράπεζας της Ελλάδος (ΤτΕ) Γ. Προβόπουλος, τη στιγμή που φουντώνουν τα σενάρια στον Τύπο για αίτημα επιμήκυνσης του δημοσίου χρέους.
Παρουσιάζοντας σήμερα την ετήσια έκθεση της ΤτΕ για την ελληνική οικονομία, ο κ. Προβόπουλος υπογράμμισε ότι μια πιθανή αναδιάρθρωση θα έπληττε τόσο τις τράπεζες όσο και τα ασφαλιστικά ταμεία και θα σταματούσε την πρόσβαση στις χρηματαγορές.
«Η Τράπεζα της Ελλάδος από τον περασμένο Οκτώβριο έχει εξηγήσει με σαφήνεια ότι μια τέτοια επιλογή δεν είναι ούτε αναγκαία ούτε επιθυμητή. Δεν είναι αναγκαία, γιατί μπορούμε να πετύχουμε τους στόχους μας αν εφαρμόσουμε σωστά τις πολιτικές που προαναφέρθηκαν. Δεν είναι επιθυμητή, γιατί θα είχε καταστροφικές συνέπειες όσον αφορά την πρόσβαση της ίδιας της κυβέρνησης και των επιχειρήσεων στις διεθνείς αγορές κεφαλαίων, αλλά και πολύ αρνητικές επιπτώσεις στα περιουσιακά στοιχεία των ασφαλιστικών ταμείων, των τραπεζών και των ιδιωτών που έχουν επενδύσει σε τίτλους του Ελληνικού Δημοσίου», δήλωσε.
Απτά τα αποτελέσματα της δημοσιονομικής προσαρμογής
Όπως τόνισε ο κ. Προβόπουλος, η προσπάθεια αντιστροφής των εξελίξεων άρχισε με παρεμβάσεις σε πολλούς τομείς και είχε απτά αποτελέσματα, κυρίως στον δημοσιονομικό τομέα.
«Αποτράπηκαν έτσι οι ολέθριες εξελίξεις που ένα χρόνο πριν έμοιαζαν αναπόφευκτες και δόθηκε στην οικονομία ένα χρονικό περιθώριο, για να προχωρήσει στις αλλαγές που ούτως ή άλλως, με ή χωρίς Μνημόνιο, έπρεπε να γίνουν», ανέφερε ο διοικητής της ΤτΕ.
Καθυστερήσεις και αντικειμενικές δυσκολίες συντηρούν την αβεβαιότητα των αγορών
Προειδοποίησε πάντως πως παρά τα θετικά αποτελέσματα και τη μεγάλη προσπάθεια που έχει καταβληθεί, οι παράγοντες που δημιουργούν αβεβαιότητες και τροφοδοτούν την επιφυλακτικότητα των αγορών διατηρούνται ισχυροί.
- Πρώτον, η δυναμική του χρέους παραμένει δυσμενής, καθώς οι συσσωρευμένες ανισορροπίες είναι μεγάλες και η πρόοδος των προσαρμογών δεν είναι αρκετά ταχεία για να αντιστρέψει γρήγορα και αποφασιστικά αυτή τη δυναμική.
- Δεύτερον, η ανταγωνιστικότητα βελτιώθηκε ελαφρά, κυρίως λόγω μειώσεων στο κόστος παραγωγής. Δεν βελτιώθηκε όμως η «διαρθρωτική» ανταγωνιστικότητα, που συνδέεται με τη δημιουργία περιβάλλοντος φιλικού προς την επιχειρηματική δραστηριότητα.
- Τρίτον, παρά τις μεταρρυθμίσεις στη λειτουργία του δημόσιου τομέα, δεν υπήρξε ακόμη ουσιαστική βελτίωση εκεί όπου πρωτογενώς παράγονται τα ελλείμματα - στη δημόσια διοίκηση, τους πολυάριθμους οργανισμούς, την τοπική αυτοδιοίκηση - ούτε και στην αποτελεσματικότητα του φοροεισπρακτικού μηχανισμού.
- Τέταρτον, στο πεδίο των διαρθρωτικών αλλαγών ψηφίστηκαν σημαντικά νομοθετήματα, που αφορούν το ασφαλιστικό σύστημα, το σύστημα υγείας, τα κλειστά επαγγέλματα και την αγορά εργασίας, και σε αρκετές περιπτώσεις υπήρξε πρόοδος. Σε ορισμένες περιπτώσεις όμως οι μεταρρυθμίσεις δεν προχωρούν όσο βαθιά χρειάζεται, ενώ συχνά η εφαρμογή τους καθυστερεί, είτε επειδή προσκρούει σε διοικητικές δυσλειτουργίες.
- Πέμπτον, η πραγματική οικονομία εξελίχθηκε δυσμενέστερα από ό,τι αναμενόταν. Το ΑΕΠ μειώθηκε το 2010 κατά 4,5%, λόγω της υποχώρησης της ιδιωτικής κατανάλωσης κατά 4,5%, της δημόσιας κατανάλωσης κατά 6,5% και των ακαθάριστων επενδύσεων παγίου κεφαλαίου κατά 16,5%.
- Έκτον, η ύφεση προκάλεσε απώλειες θέσεων εργασίας σε όλους τους τομείς και άνοδο της ανεργίας. Η απασχόληση το τελευταίο τρίμηνο του 2010 ήταν μειωμένη κατά 4% έναντι του αντίστοιχου τριμήνου του 2009, υποδηλώνοντας την απώλεια 180 χιλιάδων θέσεων εργασίας, ενώ το ποσοστό ανεργίας το ίδιο τρίμηνο έφθασε το 14,2% του εργατικού δυναμικού. Η μέση ετήσια μείωση της απασχόλησης (-2,7%) ήταν μικρότερη από τη μείωση του ΑΕΠ, με αποτέλεσμα να υποχωρήσει και η παραγωγικότητα (κατά 1,8%).
- Τέλος, η ενημέρωση και η δημόσια συζήτηση για τα αίτια της κρίσης, την πραγματική κατάσταση της οικονομίας και κυρίως για τις αντικειμενικές συνθήκες που επιβάλλουν αυτή την πολιτική ήταν αποσπασματική και ελλιπής.
Οι προβλέψεις για το 2011 δεν επιτρέπουν εφησυχασμό
Σύμφωνα με τον διοικητή της ΤτΕ, οι προβλέψεις για το 2011, παρά κάποιες θετικές ενδείξεις που διαφαίνονται, δεν επιτρέπουν εφησυχασμό.
- Η ύφεση θα συνεχιστεί. Το ΑΕΠ προβλέπεται ότι θα μειωθεί κατά 3% χωρίς να μπορεί να αποκλειστεί και κατά τι μεγαλύτερη πτώση.
- Η ανεργία θα συνεχίσει να αυξάνεται και θα υπερβεί το 15%.
- Ο μέσος ετήσιος ρυθμός πληθωρισμού θα υποχωρήσει σημαντικά σε σχέση με το 2010, όμως θα πλησιάσει το 3¼%.
- Ο ετήσιος ρυθμός πιστωτικής επέκτασης προς τον ιδιωτικό τομέα, που ήδη ήταν αρνητικός τους δύο πρώτους μήνες του έτους, αναμένεται να παραμείνει σε αρνητικά επίπεδα καθ΄όλη τη διάρκεια του 2011.
- Η ανταγωνιστικότητα θα συνεχίσει να βελτιώνεται το 2011, καθώς θα εξακολουθήσει να μειώνεται το κόστος εργασίας ανά μονάδα προϊόντος και ο πληθωρισμός θα υποχωρήσει.
- Το έλλειμμα του ισοζυγίου τρεχουσών συναλλαγών θα περιοριστεί κάτω του 9% του ΑΕΠ, αφού προβλέπεται ότι θα ανακάμψουν οι εξαγωγές και οι τουριστικές εισπράξεις, ενώ θα συνεχίσουν να μειώνονται οι εισαγωγές καταναλωτικών αγαθών.
Προτεραιότητες της οικονομικής πολιτικής
Σύμφωνα με τον κ. Προβόπουλο, οι προτεραιότητες της οικονομικής πολιτικής θα πρέπει να είναι οι εξής:
- Η επιτάχυνση των αλλαγών στο δημόσιο τομέα
- Η άμβλυνση των συνεπειών της ύφεσης και επίσπευση της ανάκαμψης
- Η προσέλκυση ξένων επενδύσεων
- Η βελτίωση της ανταγωνιστικότητας με επιτάχυνση των μεταρρυθμίσεων
- Η αξιοποίηση των δυνατοτήτων ανάπτυξης
Ανάγκη μετάβασης σε ένα νέο πρότυπο ανάπτυξης
«Βρισκόμαστε σήμερα σε ένα κρίσιμο σταυροδρόμι», επεσήμανε μεταξύ άλλων ο διοικητής της ΤτΕ. «Από την μια πλευρά είναι φανερό ότι το πρότυπο ανάπτυξης που επικράτησε στο παρελθόν καταρρέει. Από την άλλη όμως, δεν έχουν αρχίσει να διαφαίνονται οι νέες πρακτικές, οι νέοι θεσμοί και οι νέες νοοτροπίες που θα αναζωογονήσουν την οικονομία.»
Σύμφωνα με τον κ. Προβόπουλο, αυτό είναι το κύριο ζητούμενο σήμερα. «Η ταχεία μετάβαση από ένα πρότυπο ανάπτυξης που δεν είναι διατηρήσιμο σε ένα νέο που μπορεί να εμπνεύσει για τη θετική προοπτική της οικονομίας, να κινητοποιήσει παραγωγικές δυνάμεις, να αποκαταστήσει την εμπιστοσύνη των αγορών και να βελτιώσει το κλίμα».
Σύσταση στις τράπεζες για «ολική ανασύνταξη δυνάμεων»
Αναφορικά με τις τράπεζες, η Τράπεζα της Ελλάδος τις καλεί να προχωρήσουν σε ολική ανασύνταξη δυνάμεων.
Συγκεκριμένα, όπως επισημαίνεται στην έκθεση, οι σπουδαιότεροι παράγοντες, που το 2010 επηρέασαν καθοριστικά τις επιδόσεις του εγχώριου τραπεζικού συστήματος, συνεχίζουν και εφέτος να επιδρούν προς τις ίδιες κατευθύνσεις, ενώ σε μεσοπρόθεσμο ορίζοντα οι προοπτικές για την κερδοφορία, την ποιότητα του χαρτοφυλακίου δανείων και τίτλων και τη ρευστότητα των τραπεζών περιβάλλονται από υψηλή αβεβαιότητα.
Σε αντίθεση με πολλές άλλες χώρες, το σκηνικό αυτό στην Ελλάδα δεν προέκυψε από αδυναμίες, ανεπάρκειες ή σφάλματα του τραπεζικού τομέα - απαιτεί πάντως από όλους την έμπρακτη επίδειξη αυξημένης εγρήγορσης και αποφασιστικότητας. Στις τράπεζες, ειδικότερα, το σκηνικό αυτό επιτάσσει ευέλικτη προσαρμογή της επιχειρηματικής στρατηγικής, αναδιάταξη δραστηριοτήτων και αναθεώρηση στόχων, συρρίκνωση λειτουργικών εξόδων, ανεύρεση αγοραίων πηγών ρευστότητας και κεφαλαίων που θα επισπεύσουν την απεξάρτηση από το Ευρωσύστημα και το κράτος.
Η σημερινή πραγματικότητα είναι δεδομένη και για το μέλλον τα μηνύματα είναι σαφή, όσον αφορά τις βασικές παραμέτρους του οικονομικού περιβάλλοντος και του ρυθμιστικού πλαισίου. Επιβάλλεται, συνεπώς, οι τράπεζες να προσαρμόσουν ανάλογα το επιχειρηματικό τους μοντέλο, στηρίζοντάς το σε ολική ανασύνταξη δυνάμεων. Οι ανασυντάξεις και οι συνενώσεις είναι επιτυχέστερες όταν δρομολογούνται με προβλεπτική ικανότητα, λαμβάνουν υπόψη όλα τα δεδομένα και είναι αποτέλεσμα φιλικής διαπραγμάτευσης, σημειώνεται στην έκθεση.
Η αναδιάταξη του τραπεζικού τομέα θα ενισχύσει σημαντικά τη συμβολή του στην αναπτυξιακή διαδικασία, όταν ξεκινήσει η ανάκαμψη της οικονομίας. Θα αποτελέσει επίσης παράγοντα ισχυρής στήριξης της εγχώριας χρηματοπιστωτικής σταθερότητας, υπό την προϋπόθεση βεβαίως ότι θα συντρέξει και ο πρωταρχικός για τη σταθερότητα παράγοντας, που είναι η αποκατάσταση και παγίωση της εμπιστοσύνης των οικονομικών φορέων, των αγορών και της διεθνούς κοινότητας στις δημοσιονομικές και μακροοικονομικές προοπτικές της χώρας. Καμία αναδιάταξη του χρηματοπιστωτικού συστήματος δεν μπορεί να υποκαταστήσει την ανάγκη συνέχισης της δημοσιονομικής προσπάθειας και επίσπευσης των εκτεταμένων διαρθρωτικών μεταρρυθμίσεων στο κράτος και στην οικονομία, τονίζεται στην έκθεση της ΤτΕ.
Αναμένεται αύξηση των δανείων σε καθυστέρηση
Η κεντρική τράπεζα εκτιμά ακόμη πως η ανοδική τάση του ποσοστού των δανείων σε καθυστέρηση θα συνεχιστεί και το 2011.
Ειδικότερα, όπως επισημαίνεται στην έκθεση, η σημαντική επιδείνωση της χρηματοοικονομικής κατάστασης των επιχειρήσεων και των νοικοκυριών, λόγω του αντίξοου μακροοικονομικού περιβάλλοντος, συνοδεύτηκε από σημαντική άνοδο του λόγου των δανείων σε καθυστέρηση προς το σύνολο δανείων, από 7,7% που ήταν τον Δεκέμβριο του 2009 σε 10,4% τον Δεκέμβριο του 2010, με τις εκτιμήσεις να κάνουν λόγω για συνέχιση της ανοδικής τάσης και το 2011.
Πιο συγκεκριμένα ο λόγος των δανείων σε καθυστέρηση προς το σύνολο των δανείων στην στεγαστική πίστη αυξήθηκε από 7,4% το 2009 σε 10% το 2010. Στην καταναλωτική πίστη ο λόγος των δανείων σε καθυστέρηση προς το σύνολο των δανείων παρουσίασε την μεγαλύτερη αύξηση και ανήλθε σε 20,5% το 2010 από 13,4% το 2009. Στην επιχειρηματική πίστη παρουσιάστηκε αύξηση από 6,7% σε 8,7%.
Όπως επισημαίνεται στην έκθεση της ΤτΕ, οι αντίξοες μακροοικονομικές συνθήκες επηρέασαν επίσης την αποδοτικότητα των τραπεζών, με αποτέλεσμα το 2010 να καταγραφούν ζημίες τόσο σε ατομική όσο και σε ενοποιημένη βάση. Οι ζημίες προήλθαν αφενός από τη μείωση των λειτουργικών εσόδων και αφετέρου από το σχηματισμό αυξημένων προβλέψεων για τον πιστωτικό κίνδυνο. Οι επιπτώσεις στην αποδοτικότητα αντισταθμίστηκαν μόνο μερικώς από τη μείωση, το 2010, των λειτουργικών εξόδων, η οποία άρχισε να γίνεται πιο αισθητή κατά το δεύτερο εξάμηνο του έτους.
Θετική, αντίθετα, επίδραση στη χρηματοπιστωτική σταθερότητα ασκήθηκε το 2010 από την ενίσχυση της κεφαλαιακής επάρκειας των τραπεζών και των ομίλων τους. Σε σύγκριση με το τέλος του 2009, τα εποπτικά ίδια κεφάλαιά τους αυξήθηκαν, ενώ το σταθμισμένο ως προς τον κίνδυνο ενεργητικό μειώθηκε ελαφρά. Στο τέλος Δεκεμβρίου του 2010 ο Δείκτης Κεφαλαιακής Επάρκειας και ο Δείκτης Βασικών Κεφαλαίων διαμορφώθηκαν για το σύνολο των τραπεζών σε 13,8% και 12,2% αντίστοιχα και για το σύνολο των τραπεζικών ομίλων σε 12,2% και 10,9% αντίστοιχα.
Παρά τους ικανοποιητικούς δείκτες κεφαλαιακής επάρκειας, οι τράπεζες οφείλουν στην παρούσα φάση να είναι ιδιαίτερα προσεκτικές στη διαμόρφωση της μεσοπρόθεσμης στρατηγικής τους όσον αφορά την κεφαλαιακή βάση και τον τρόπο χρήσης των κεφαλαίων, τονίζεται στην έκθεση της ΤτΕ.
Στο πεδίο αυτό, που έχει κρίσιμη σημασία για τη χρηματοπιστωτική σταθερότητα, οι τράπεζες οφείλουν να σταθμίσουν με ρεαλισμό, σύνεση και μεσοπρόθεσμη προοπτική όχι μόνο τις προκλήσεις της δημοσιονομικής και της μακροοικονομικής συγκυρίας, αλλά και τις μεγάλες αλλαγές που επέρχονται στο πλαίσιο ρυθμιστικών κανόνων και εποπτείας των τραπεζών. Οι σχετικές διεργασίες στα ευρωπαϊκά και τα διεθνή θεσμικά όργανα βρίσκονται ήδη σε προχωρημένο στάδιο.
Γ. Πεταλωτής: Γνωρίζουμε τις παθογένειες του κρατικού μηχανισμού
«Δεν νομίζω ότι λέει κάτι διαφορετικό από αυτό που λέμε εμείς σε γενικές γραμμές», σχολίασε ο κυβερνητικός εκπρόσωπος ερωτηθείς σχετικά με την έκθεση που παρουσίασε ο κ. Προβόπουλος.
Ο κ. Πεταλωτής υπογράμμισε ότι η κυβέρνηση γνωρίζει τις παθογένειες του κρατικού μηχανισμού, γνωρίζει ότι υπάρχουν ελλείψεις και παθογένειες δεκαετιών, τις οποίες προσπαθεί να βελτιώσει με την πολλή δουλειά.
ΣΕΒ: Η αναδιάρθρωση συνεπάγεται ακόμα πιο σκληρά μέτρα
Στα σενάρια περί αναδιάρθρωσης του χρέους αναφέρθηκε και ο πρόεδρος του ΣΕΒ Δημήτρης Δασκαλόπουλος μιλώντας στην γενική συνέλευση της Τράπεζας της Ελλάδος.
«Ανακυκλώνεται τούτες τις μέρες στα κομματικά μπαλκόνια και στα τηλεπαράθυρα η σεναριολογία περί αναδιάρθρωσης του χρέους. Παρουσιάζεται είτε ως αναπόφευκτο κακό είτε ως ανέξοδη διέξοδος σωτηρίας. Παραλείπουν, όμως, οι κομματικοί ρήτορες και οι τηλεσυζητητές να πουν στην κοινή γνώμη μια κρίσιμη αλήθεια: ότι, όποια μορφή κι αν πάρει τώρα η αναδιάρθρωση του χρέους, αναπόφευκτα συνεπάγεται ακόμα πιο σκληρά μέτρα, ακόμα βαρύτερες θυσίες, ακόμα μεγαλύτερη υποβάθμιση του επιπέδου ζωής μας, ακόμη μεγαλύτερη φτώχεια για τη συντριπτική πλειοψηφία του κοινωνικού συνόλου», σημείωσε και πρόσθεσε πως «αν κάποτε μπορεί ή πρέπει να γίνει στo πλαίσιο μιας ευρύτερης Ευρωπαϊκής λύσης, δεν θα μας απαλλάξει από την ανάγκη της ριζικής αλλαγής και του επίπονου εκσυγχρονισμού της οικονομίας και της κοινωνίας μας».
Αναδιάρθρωση έως το καλοκαίρι «βλέπει» μερίδα της γερμανικής κυβέρνησης
Πάντως, σε ό,τι αφορά το ζήτημα της αναδιάρθρωσης, σύμφωνα με κυβερνητικές πηγές στο Βερολίνο, τις οποίες επικαλείται το πρακτορείο Reuters, μερίδα της γερμανικής κυβέρνησης θεωρεί εξαιρετικά υψηλή την πιθανότητα αναδιάρθρωσης του χρέους έως το καλοκαίρι.
«Σημαντικοί παράγοντες στην κυβέρνηση εκτιμούν ότι η Ελλάδα δεν θα βγάλει το καλοκαίρι χωρίς αναδιάρθρωση» δήλωσε χαρακτηριστικά αξιωματούχος του κυβερνητικού συνασπισμού.
Αυτό δεν σημαίνει ότι η γερμανική κυβέρνηση επιθυμεί αυτήν την έκβαση, σύμφωνα με τους αξιωματούχους, αλλά ότι τη θεωρεί μάλλον αναπόφευκτη.
Μετά τις δηλώσεις αυτές, το ευρώ υποχώρησε έναντι του δολαρίου στο χαμηλότερο επίπεδό του από τις 7 Απριλίου.