Συστάσεις προς την Ελλάδα να προχωρήσει με τις δημοσιονομικές και οικονομικές της μεταρρυθμίσεις απευθύνει ο ΟΟΣΑ. Προειδοποιεί ότι το χρέος των περιφερειακών οικονομιών της ευρωζώνης δεν θα είναι βιώσιμο αν παραμείνουν υψηλά τα επιτόκια.
Συστάσεις προς την Ελλάδα να προχωρήσει με τις δημοσιονομικές και οικονομικές της μεταρρυθμίσεις, προκειμένου να αποκαταστήσει την εμπιστοσύνη των αγορών, απευθύνει ο Οργανισμός Οικονομικής Συνεργασίας και Ανάπτυξης (ΟΟΣΑ).
Στην εξαμηνιαία έκθεσή του για τις οικονομικές προοπτικές (economic outlook), ο ΟΟΣΑ εκτιμά ότι οι μεταρρυθμίσεις αυτές, σε συνδυασμό με νέα βοήθεια από την ΕΕ και το ΔΝΤ, θα οδηγήσουν τελικά σε μείωση του κόστους δανεισμού. Κάτι που δεν αναμένεται πάντως να γίνει μέσα στο 2011, αλλά την επόμενη χρονιά.
Όσον αφορά στην ανάπτυξη της ελληνικής οικονομίας, ο διεθνής οργανισμός εκτιμά ότι η χώρα θα βγει από την τριετή ύφεση το 2012, σε μια ανάκαμψη η οποία θα είναι όμως ιδιαίτερα εύθραυστη.
Συγκεκριμένα, αναμένεται αύξηση του ΑΕΠ κατά 0,6% την επόμενη χρονιά έπειτα από συρρίκνωση 2,9% φέτος. Το έλλειμμα εκτιμάται ότι θα υποχωρήσει φέτος στο 7,5% του ΑΕΠ ενώ η ανεργία θα φτάσει στο 16%.
Παράλληλα, ο ΟΟΣΑ προειδοποιεί ότι τα χρέη της Ελλάδας, της Ιρλανδίας και της Πορτογαλίας δεν θα είναι βιώσιμα, αν τα επιτόκια της αγοράς παραμείνουν σε υψηλά επίπεδα επί μακρόν.
«Ακόμη και αν οι κυβερνήσεις είναι περισσότερο ή λιγότερο σε μία πορεία επίτευξης των δημοσιονομικών στόχων τους, οι δημοσιονομικές τους θέσεις δεν θα είναι βιώσιμες, αν τα επιτόκια της αγοράς θα παραμείνουν επί μακρόν στα σημερινά τους επίπεδα», τονίζει ο διεθνής οργανισμός στην έκθεσή του.
Όπως σημειώνει, υπάρχουν τρεις επιλογές πολιτικής στην περίπτωση που δεν αποκατασταθεί η εμπιστοσύνη των αγορών για τις παραπάνω χώρες και τα επιτόκια της αγοράς παραμείνουν σε υψηλά επίπεδα. Προειδοποιεί ωστόσο ότι υπάρχουν κίνδυνοι σε όλες τις περιπτώσεις.
Η πρώτη επιλογή, σύμφωνα με τον ΟΟΣΑ, είναι να συνεχισθεί η χρηματοδότηση από την ΕΕ και το ΔΝΤ με επιτόκια πολύ χαμηλότερα από αυτά της αγοράς. «Ωστόσο», προσθέτει, «αν κάποια από αυτές τις χώρες δεν είναι τελικά σε θέση να αποπληρώσει τα χρέη της με το επιτόκιο που έχει προσφερθεί, η συνέχιση της βοήθειας θα αναβάλει απλώς την απόφαση για τη μη βιωσιμότητα των καταστάσεων».
Αν και η συνέχιση της βοήθειας μπορεί να ηρεμήσει τις αγορές βραχυπρόθεσμα, προσθέτει ο ΟΟΣΑ, αυτή μπορεί να οδηγήσει σε αύξηση της απόδοσης του χρέους, αν τα δάνεια από το δημόσιο τομέα προβλέπεται να έχουν ανώτερο στάτους. «Αν η βοήθεια από το δημόσιο τομέα δεν μειώσει σημαντικά την πιθανότητα χρεοκοπίας, θα μεταφρασθεί σε μεγαλύτερα πριμ κινδύνου», σημειώνεται στην έκθεση.
Η δεύτερη επιλογή είναι ο αναπρογραμματισμός (σ.σ.: επιμήκυνση) του υφιστάμενου χρέους, αλλά αυτός πρέπει να αφορά «μία πολύ μακρά χρονική περίοδο» και χαμηλά επιτόκια για να αποκατασταθεί η βιωσιμότητα των δημόσιων οικονομικών.
Η τρίτη επιλογή αφορά τη μείωση του χρέους με μία ευρείας κλίμακας αναδιάρθρωσή του. «Ωστόσο», συνεχίζει η έκθεση, «η χρήση αυτής της επιλογής περιορίζεται από την ανάγκη να δοθούν επαρκείς απαντήσεις σε τρία θέματα: Πώς να αποφευχθεί μία κατάρρευση των εγχώριων χρηματοπιστωτικών τομέων, πώς να αντιμετωπισθεί η μετάδοση των επιπτώσεων σε άλλες χώρες μέσω του χρηματοπιστωτικού συστήματος και πώς να εμποδιστεί ένα ντόμινο επιπτώσεων από τη μία χώρα σε άλλες».