Η λογική των προσομοιώσεων ακραίων καταστάσεων για τα δημόσια οικονομικά των κρατών μελών καλύπτεται στο μέτρο του δυνατού από το κοινό δημοσιονομικό πλαίσιο της Ευρωπαϊκής Ένωσης και επομένως δεν χρειάζεται κάποιο επιπρόσθετο μέτρο, δήλωσε Ευρωπαίος Επίτροπος για θέματα Οικονομικών και Νομισματικών Υποθέσεων Όλι Ρεν, απαντώντας σε ερώτηση του ευρωβουλευτή της ΝΔ, Γ. Παπανικολάου.
Η λογική των προσομοιώσεων ακραίων καταστάσεων για τα δημόσια οικονομικά των κρατών μελών καλύπτεται στο μέτρο του δυνατού από το κοινό δημοσιονομικό πλαίσιο της Ευρωπαϊκής Ένωσης και επομένως δεν χρειάζεται κάποιο επιπρόσθετο μέτρο, δήλωσε Ευρωπαίος Επίτροπος για θέματα Οικονομικών και Νομισματικών Υποθέσεων Όλι Ρεν, απαντώντας σε ερώτηση του ευρωβουλευτή της ΝΔ, Γ. Παπανικολάου.
Ο κ. Ρεν πρόσθεσε ότι μια πρόσθετη προσομοίωση για τη περίπτωση ενός πολύ αρνητικού, αλλά όχι απίθανου, οικονομικού σεναρίου πιθανόν να μην ωφελήσει καθώς ένα πιστωτικό ή άλλο οικονομικό επεισόδιο είναι εξαιρετικά δύσκολο να προβλεφθεί εκ των προτέρων.
Με την ίδια προσέγγιση, σύμφωνα με τον Επίτροπο, δεν είναι αυτονόητο ότι η πρόληψη των αρνητικών οικονομικών εξελίξεων θα πρέπει να επιχειρείται πρωτίστως μέσω της δημοσιονομικής πολιτικής.
Η προσομοίωση σήμερα καλύπτεται από το πλαίσιο εξέτασης των προγραμμάτων σταθερότητας και σύγκλισης των χωρών, όπου τα κράτη μέλη καλούνται να παρέχουν ανάλυση του τρόπου με τον οποίον οι τυχόν μεταβολές των κύριων οικονομικών παραγόντων θα επηρέαζαν τη θέση τους ως προς τον προϋπολογισμό και το χρέος, και να αναφέρουν τις βασικές πιθανότητες σχετικά με το πώς προβλέπεται τα έσοδα και οι δαπάνες να αντιδράσουν στις μεταβολές των οικονομικών μεταβλητών.
Ο κ. Παπανικολάου επισήμανε ότι πολλοί οικονομολόγοι διατυπώνουν το αίτημα να εφαρμοστούν τεστ αντοχής (stress tests), ανάλογα με αυτά που ακολουθούνται στις τράπεζες, και για τα δημοσιονομικά των κρατών μελών της Ε.Ε.
Προτείνονται, συγκεκριμένα, δύο ειδών τεστ. Το πρώτο τεστ θα αποκαλύπτει το πόσο ευάλωτα είναι τα φορολογικά έσοδα και οι δημοσιονομικές δαπάνες σε σχέση με την ανάπτυξη του ΑΕΠ, την αλλαγή των τιμών των περιουσιακών στοιχείων, ιδίως της ιδιοκτησίας, καθώς και το ύψος των επιτοκίων στην αγορά. Το δεύτερο τεστ θα προβλέπει ένα εξαιρετικά αρνητικό, αλλά όχι μη ρεαλιστικό, οικονομικό σενάριο για τα κράτη μέλη, με στόχο να προλαμβάνονται αρνητικές οικονομικές εξελίξεις όπως αυτές που συνέβησαν στην Ιρλανδία, την Ελλάδα και την Ισπανία.