Η ανάκαμψη της παγκόσμιας οικονομίας θα συνεχιστεί και η ύφεση δεν αποτελεί πραγματικό κίνδυνο παρά το ότι «οι προοπτικές της οικονομικής ανάπτυξης έχουν εξασθενίσει ελαφρώς στις ΗΠΑ και την Ευρώπη», εκτίμησε ο επικεφαλής του Διεθνούς Νομισματικού Ταμείου Χορστ Κέλερ σε ομιλία του στο Τόκυο.
Μιλώντας στο πλαίσιο εκδήλωσης για την 50ή επέτειο της εισόδου της Ιαπωνίας στο ΔΝΤ και την Παγκόσμια Τράπεζα, ο Χορστ Κέλερ υπογράμμισε ότι η ανθεκτικότητα που διαπιστώθηκε μετά τις τρομοκρατικές επιθέσεις της 11ης του περασμένου Σεπτεμβρίου - και οι οποίες γέννησαν φόβους για παγκόμια ύφεση - έδειξε ότι η κατάσταση στην οποία βρίσκεται η παγκόσμια οικονομία είναι πολύ καλύτερη από αυτήν στην οποία βρισκόταν πριν από πέντε χρόνια, στο πρώτο στάδιο της χρηματοικονομικής κρίσης στην Ασία.
Ο επικεφαλής του ΔΝΤ είπε ότι η Ιαπωνία ενδέχεται «να εξέρχεται επιτέλους από την ύφεση», μετά από μια δύσκολη δεκαετία. Ανέφερε, όμως, ότι οι περισσότεροι αναμένουν να είναι ήπια η ανάκαμψη και να εξαρτάται ιδιαιτέρως από τη ζήτηση στο εξωτερικό και από την ανάκαμψη στις ΗΠΑ.
Επανέλαβε ότι ανησυχεί για την αύξηση, στην περασμένη δεκαετία, του ελλείμματος στο ισοζύγιο τρεχουσών συναλλαγών στις ΗΠΑ, η οποία έχει εγείρει «ανησυχίες για την πιθανότητα απότομων και αποσταθεροποιητικών κινήσεων στη ροή των κεφαλαίων και διακυμάνσεων των συναλλαγματικών ισοτιμιών».
«Μεγάλο μέρος της λύσης πρέπει να αναζητηθεί σε πολιτικές ενίσχυσης της αποταμίευσης στις ΗΠΑ», είπε ο Χορστ Κέλερ, ο οποίος θεωρεί ότι η Ευρώπη και η Ιαπωνία πρέπει να είναι πιο ανοιχτές σε διαρθρωτικές αλλαγές στις δικές τους οικονομίες ώστε να είναι περισσότερο αποτελεσματικές στην επίτευξη διαρκούς ανάπτυξης.
Η ομιλία του Χορστ Κέλερ, έγινε λίγο πριν από την ετήσια συνάντηση του ΔΝΤ προς τα τέλη του Σεπτεμβρίου όπου και θα ανακοινώσει τις προβλέψεις του για την πορεία της παγκόσμιας οικονομίας.
Σύμφωνα με δημοσιεύαμτα σε γερμανικές εφημερίδες, αναμένεται να διατηρήσει το ΔΝΤ την πρόβλεψή του για φετινό ρυθμό ανάπτυξης της παγκόσμιας οικονομίας 2,8%, αλλά να αναθεωρήσει προς τα κάτω - στο 3,7% - τη σχετική εκτίμησή του για το 2003.