Θετικές κρίσεις, αλλά και ενστάσεις διατύπωσαν οι εκπρόσωποι των τραπεζών και των χρηματιστηριακών εταιρειών στην Επιτροπή Οικονομικών της Βουλής κατά την ακρόαση φορέων επί του νομοσχεδίου για την εποπτεία των χρηματοπιστωτικών ιδρυμάτων.
Θετικές κρίσεις, αλλά και ενστάσεις διατύπωσαν οι εκπρόσωποι των τραπεζών και των χρηματιστηριακών εταιρειών στην Επιτροπή Οικονομικών της Βουλής κατά την ακρόαση φορέων επί του νομοσχεδίου για την εποπτεία των χρηματοπιστωτικών ιδρυμάτων.
Θετικός απέναντι στο νομοσχέδιο, εμφανίστηκε ο υποδιοικητής της Τραπέζης της Ελλάδος Ιωάννης Παπαδάκης, δεδομένου ότι το υπουργείο Οικονομικών κατέστρωσε το νομοσχέδιο σε στενή συνεργασία με την ΤτΕ. Ο κ. Παπαδάκης παρατήρησε πως το υπάρχον δίκτυ εποπτείας και ασφαλείας των τραπεζών, ήταν αρκετό για κανονικές οικονομικές συνθήκες - αλλά «η ταχύτητα που παρέχουν οι διατάξεις του νομοσχεδίου, σε αντιπαραβολή με τις διαδικασίες που προβλέπει το κοινό πτωχευτικό δίκαιο, είναι αυτά που δίνουν ένα πρόσθετο εργαλείο στη φαρέτρα των εποπτικών αρχών και της πολιτείας».
Εκ μέρους της Ελληνικής Ένωσης Τραπεζών, ο Βασίλης Ράπανος τάχθηκε υπέρ του νομοσχεδίου, αν και υπογράμμισε πως ορισμένες από τις διατάξεις έρχονται σε αντίθεση με το ευρωπαϊκό εταιρικό δίκαιο και είναι ενδεχόμενο να οδηγήσουν σε εμπλοκή του δικαστηρίου της Ευρωπαϊκής Ένωσης.
Ο πρόεδρος της ΕΕΤ διαβεβαίωσε ότι το ελληνικό τραπεζικό σύστημα είναι υγιές και αξιόπιστο, ενώ ανέφερε ότι οι καταθέσεις αυξήθηκαν κατά 1,5 δισ. ευρώ τον Αύγουστο και ότι η μείωση της πιστωτικής επέκτασης είναι μικρότερη της πτώσης του ΑΕΠ (-1,2% έναντι -5%).
Σύμφωνα με τον ίδιο, τα κεφάλαια που αποσύρθηκαν από τις ελληνικές τράπεζες από την έναρξη της κρίσης μέχρι σήμερα, αγγίζουν τα 48 δισ. ευρώ. Τα μη εξυπηρετούμενα δάνεια (αδυναμία καταβολής δόσης πέραν του τριμήνου) στο τέλος του 2010 έφθασαν το 10% και φέτος, όπως είπε ο πρόεδρος της ΕΕΤ, «αναμένεται να μην υπάρξει πρόβλημα».
Ο κ. Ράπανος αναγνώρισε ότι «οι τράπεζες έκαναν λάθη», ωστόσο τόνισε ότι το ελληνικό τραπεζικό σύστημα απεδείχθη πολύ υγιές. «Σε άλλες χώρες, τα δάνεια που δόθηκαν ήταν στο 700% του ΑΕΠ, ενώ εδώ μόνον στο 100%. Το κράτος δεν μπήκε να σώσει ούτε μία ελληνική τράπεζα. Είναι σωστό ότι το τραπεζικό σύστημα αποκόμισε κέρδη, αλλά δείτε πού τα επένδυσε. Η Ελλάδα είναι κυρίαρχη δύναμη στα Βαλκάνια, όλες οι τράπεζες είναι ένα ευρύτατο δίκτυο. Παρά τα stress test, δεν έχουμε αντιμετωπίσει προβλήματα», επισήμανε.
«Μακάρι να επιστρέψουν τα χρήματα των καταθετών για να έχουμε πόρους να βοηθήσουμε την ελληνική οικονομία», κατέληξε.
Σε διαφορετικό μήκος κύματος ήταν η προσέγγιση του εκπροσώπου του προέδρου του Συνδέσμου Μελών του Χρηματιστηρίου Αθηνών, Αλέξανδρου Μωραϊτάκη, ο οποίος εκτίμησε πως το νομοσχέδιο «είναι σαφέστατα προς τη σωστή κατεύθυνση, λύνει βραχυπρόθεσμα και επείγοντα προβλήματα», αλλά δεν δίνει, όπως είπε, απαντήσεις «στα μεγάλα θέματα του χρηματοπιστωτικού τομέα».
Εξέφρασε παράλληλα την εκτίμηση ότι «για τις καταθέσεις δεν υπάρχει κανένας κίνδυνος σ’ αυτήν τη συγκυρία, γιατί υπάρχουν τα 30 δισ. ευρώ του Ταμείου Χρηματοπιστωτικής Σταθερότητας, τα οποία θα βοηθήσουν». Σημείωσε πάντως ότι το τραπεζικό σύστημα θα διορθωθεί, όταν και η κυβέρνηση φθάσει σε πρωτογενή πλεονάσματα».
Ο πρόεδρος του ΣΜΕΧΑ έκανε νύξεις για προνομιακές σχέσεις ανάμεσα στο κράτος και τον χρηματοπιστωτικό τομέα, σε αντίθεση με τον χρηματιστηριακό:
«Οι συναλλαγές του Δημοσίου, γίνονται όλες με τις τράπεζες, παρότι έχουν κατά 50% ξένους μετόχους και το 50% των κερδών θα πάνε στο εξωτερικό (…). Οι τράπεζες λένε πως δεν είχαν τοξικά ομόλογα. Είχαν όμως αγοράσει ομόλογα του Δημοσίου, πολλαπλάσια των ιδίων κεφαλαίων τους, με εξαίρεση μια τράπεζα, την Alpha, που έχει το μισό των ιδίων κεφαλαίων, όλες οι άλλες αγόρασαν από μιάμιση φορά και πάνω. Δανείζονταν τότε εύκολα με 1% και έπαιρναν ομόλογα με απόδοση 5-6%. Αυτό είναι το πρόβλημα, διότι θα κάναμε ένα «κούρεμα» 50% και θα λυνόταν το πρόβλημα του χρέους. Για να μην έχουν πρόβλημα οι τράπεζες, αναγκάζεται η κυβέρνηση και όλοι, να υποστηρίξουμε αυτό το κούρεμα του 21%», ανέφερε μεταξύ άλλων.
Πηγή: ΑΠΕ-ΜΠΕ