Νέα προειδοποίηση για την παγκόσμια οικονομία απηύθυνε η επικεφαλής του Διεθνούς Νομισματικού Ταμείου Κριστίν Λαγκάρντ. Eπισήμανε πως θα μπορούσε να σημειωθεί «κατάρρευση της ζήτησης» εάν οι HΠΑ και η ευρωζώνη δεν λάβουν τα απαραίτητα μέτρα για να ανορθώσουν την οικονομία τους.
Νέα προειδοποίηση για την παγκόσμια οικονομία απηύθυνε η επικεφαλής του Διεθνούς Νομισματικού Ταμείου Κριστίν Λαγκάρντ. Από το βήμα της ετήσιας συνόδου του ΔΝΤ και της Παγκόσμιας Τράπεζας στην Ουάσινγκτον, επισήμανε πως θα μπορούσε να σημειωθεί μια «κατάρρευση της ζήτησης» εάν οι Ηνωμένες Πολιτείες και η ευρωζώνη δεν λάβουν τα απαραίτητα μέτρα για να ανορθώσουν την οικονομία τους.
«Σήμερα, αν δεν υπάρξει μια συλλογική γρήγορη δράση, διατρέχουμε τον κίνδυνο να χάσουμε τη μάχη της ανάπτυξης ... Υπάρχουν μαύρα σύννεφα στην Ευρώπη και μια τεράστια αβεβαιότητα στις ΗΠΑ. Μπορεί να διατρέξουμε τον κίνδυνο μιας κατάρρευσης της παγκόσμιας ζήτησης» ανέφερε χαρακτηριστικά.
Η κ. Λαγκάρντ υπογράμμισε την ανάγκη συλλογικής δράσης: «Λοιπόν, ας σκορπίσουμε τα σύννεφα και την αβεβαιότητα. Είναι πιο εύκολο να το λέμε, παρά να το κάνουμε. Και κάτι τέτοιο απαιτεί σαφώς να δράσουμε συλλογικά. Ποιος θα είναι ο πρώτος που θα το κάνει; Ασφαλώς, μεταξύ των αναπτυγμένων οικονομιών, κυρίως οι ΗΠΑ και η Ευρώπη».
Σύμφωνα με τη γενική διευθύντρια του ΔΝΤ, οι ΗΠΑ πρέπει να μειώσουν το έλλειμμα στον προϋπολογισμό τους, ιδίως μεσοπρόθεσμα και μακροπρόθεσμα, να αντιμετωπίσουν κατεπειγόντως την ανεργία και να ελαφρύνουν τα υπερχρεωμένα νοικοκυριά. Όσον αφορά την Ευρώπη, θα πρέπει να δώσει κατεπειγόντως προτεραιότητα «στα δίδυμα προβλήματα του δημοσιονομικού χρέους και των τραπεζών».
Ειδικότερα για την Ευρωζώνη πρότεινε να υπάρξει ένας «συνδυασμός» των παρεμβάσεων της Ευρωπαϊκής Κεντρικής Τράπεζας και του Ευρωπαϊκού Ταμείου Χρηματοπιστωτικής Σταθερότητας (EFSF), προκειμένου να σταθεροποιηθούν οι αγορές κρατικών ομολόγων.
Το EFSF θα έχει τη δυνατότητα να εξαγοράζει κρατικό χρέος, αφού υπερψηφίσουν τη σχετική μεταρρύθμιση τα εθνικά κοινοβούλια των 17 χωρών της ευρωζώνης, όπως συμφωνήθηκε στη σύνοδο της 21ης Ιουλίου.