Διευκρινίσεις για τη χορήγηση του ΕΚΑΣ σε αλλοδαπούς που διαμένουν στη χώρα μας δίνει με εγκύκλιο την οποία απευθύνει σε όλα τα ασφαλιστικά Ταμεία, ο υπουργός Εργασίας και Κοινωνικής Ασφάλισης Γιώργος Κουτρουμάνης.
Διευκρινίσεις για τη χορήγηση του ΕΚΑΣ σε αλλοδαπούς που διαμένουν στη χώρα μας δίνει με εγκύκλιο την οποία απευθύνει σε όλα τα ασφαλιστικά Ταμεία, ο υπουργός Εργασίας και Κοινωνικής Ασφάλισης Γιώργος Κουτρουμάνης.
Με το νέο νόμο έχει προστεθεί στα κριτήρια χορήγησης του ΕΚΑΣ το κριτήριο της μόνιμης παραμονής στη χώρα μας. Το ΕΚΑΣ είναι παροχή μη ανταποδοτικού τύπου, δεν προέρχεται δηλαδή από εισφορές και χρηματοδοτείται από τον κρατικό προϋπολογισμό.
Η εγκύκλιος επισημαίνει ότι είναι συμβατό με το ευρωπαϊκό δίκαιο, και σύμφωνο με την γενική αρχή της ίσης μεταχείρισης, οι μη ανταποδοτικές παροχές να μην εξάγονται αλλά να χορηγούνται στο έδαφος του κράτους μέλους όπου κατοικεί το ενδιαφερόμενο πρόσωπο.
Για να μπορεί ένας αλλοδαπός να λάβει παροχές συνυπολογίζοντας το χρόνο ασφάλισης που έχει διανυθεί σε άλλη χώρα μέλος της Ευρωπαϊκής Ένωσης θα πρέπει να έχει συμπληρώσει στην Ελλάδα τουλάχιστον 1 χρόνο ή 300 μέρες ασφάλισης.
Το ποσό της σύνταξης ή των συντάξεων δεν μπορεί να είναι μικρότερο από την προβλεπόμενη ελάχιστη παροχή. Η παροχή αυτή υπολογιζόταν με αναγωγή στο εκάστοτε από κάθε ασφαλιστικό Οργανισμό καταβαλλόμενο κατώτατο όριο.
Για να μην υπάρξουν όμως δυσμενείς επιπτώσεις στο Ελληνικό ασφαλιστικό σύστημα, με τη νέα νομοθεσία ορίζεται ότι ως ελάχιστη παροχή θα πρέπει να υπολογίζεται η βασική σύνταξη του άρθρου 2 του νέου ασφαλιστικού νόμου, δηλαδή το ποσόν των 360 ευρώ.
Έτσι, εάν το ποσό της σύνταξης που προκύπτει από τον συνυπολογισμό των περιόδων ασφάλισης είναι μικρότερο από 360 ευρώ, ο ασφαλιστικός φορέας θα πρέπει να χορηγεί στον ενδιαφερόμενο και για όσο κατοικεί στην Ελλάδα, συμπληρωματικό ποσό ίσο με την διαφορά μεταξύ του συνόλου των παροχών και του ποσού της ελάχιστης παροχής.
Στην εγκύκλιο τέλος επισημαίνεται ότι οι ρυθμίσεις αυτές δεν εφαρμόζονται στον ΟΓΑ που εξαιρείται από το σύστημα κατωτάτων ορίων και ελάχιστης παροχής γιατί σύμφωνα με τη νομοθεσία του οι διατάξεις του ασφαλιστικού νόμου για την κατώτερη σύνταξη δεν ισχύουν στον Οργανισμό.