Η ανησυχία των επενδυτών όσον αφορά τα κέρδη των εταιρειών οδήγησε σε πτώση της αγοράς των εταιρικών ομολόγων στην ευρωζώνη τον Ιούλιο και στην μεγάλη αύξηση της διαφοράς απόδοσης των εταιρικών από τα κρατικά ομόλογα σε 208 μονάδες βάσης. Αυτά υπογραμμίζονται στο μηνιαίο δελτίο για τη ζώνη του ευρώ, που εκδίδει η Εθνική Τράπεζα της Ελλάδος.
Η διαφορά απόδοσης εταιρικών - κρατικών ομολόγων ήταν μεγαλύτερη κατά περίπου 100 μονάδες βάσης από το μέσο όρο της τελευταίας τετραετίας. Ωστόσο, η διαφορά των αποδόσεων ακολούθησε από τον Αύγουστο καθοδική πορεία.
Το δελτίο προσπαθεί να ερμηνεύσει αυτή την εξέλιξη και να εκτιμήσει κατά πόσο είναι διατηρήσιμη. Στο πλαίσιο αυτό, εξετάζει αν η μείωση της διαφοράς αποδόσεων μπορεί να αποδοθεί σε βελτίωση της χρηματοοικονομικής κατάστασης των επιχειρήσεων ή σε μείωση της αβεβαιότητας που επικρατεί στην αγορά ή, αντίθετα, σε συγκυριακή ευφορία των αγορών.
Αρχικά επιχειρήθηκε μια αποτίμηση της χρηματοοικονομικής κατάστασης των επιχειρήσεων στην ευρωζώνη. Το βασικό συμπέρασμα που προέκυψε από την πορεία ενός σταθμισμένου Δείκτη Χρηματοοικονομικής Κατάστασης των Επιχειρήσεων των τριών μεγαλύτερων χωρών της ευρωζώνης (Γερμανία, Γαλλία, Ιταλία) –ο οποίος είναι βασισμένος σε στοιχεία ισολογισμού και οικονομικής κατάστασης των επιχειρήσεων- είναι ότι η κατάσταση των επιχειρήσεων τα δύο τελευταία χρόνια είναι δυσχερέστερη σε σχέση με την προηγούμενη δεκαετία, κυρίως λόγω του αυξημένου χρέους των εταιρειών και της πτώσης των κερδών.
Επιχειρώντας να αντιμετωπιστεί το μειονέκτημα του παραπάνω δείκτη, ο οποίος βασίζεται αποκλειστικά σε ιστορικά στοιχεία, κατασκευάστηκε από τη Διεύθυνση Σχεδιασμού και Οικονομικής Ανάλυσης της Εθνικής Τράπεζας ένας Δείκτης Εκτίμησης της Πιθανότητας Χρεοκοπίας των επιχειρήσεων, ο οποίος ενσωματώνει τις προσδοκίες της αγοράς για τα μελλοντικά κέρδη των εταιρειών, καθώς και την αβεβαιότητα όσον αφορά το επιχειρηματικό περιβάλλον. Η πορεία του Δείκτη δείχνει ότι η πιθανότητα χρεοκοπίας των επιχειρήσεων στις τρεις μεγαλύτερες χώρες της ευρωζώνης έχει αυξηθεί σημαντικά κατά το τελευταίο τρίμηνο προσεγγίζοντας τα επίπεδα, τα οποία άγγιξε μετά την 11η Σεπτεμβρίου 2001. Ενδιαφέρον, επίσης, είναι ότι διαχρονικά η διακύμανση του Δείκτη συνδέεται στενά με τη διακύμανση της διαφοράς απόδοσης των εταιρικών από τα κρατικά ομόλογα.
Συνεπώς, η πρόσφατη πτώση του περιθωρίου θεωρείται πρώιμη με αποτέλεσμα τα εταιρικά ομόλογα σήμερα να θεωρούνται υπερτιμημένα. Συγκεκριμένα, η διαφορά απόδοσης των εταιρικών από τα κρατικά ομόλογα προβλέπεται να αυξηθεί κατά 45 μονάδες βάσης μέχρι τα τέλη Οκτωβρίου, προσαρμοζόμενη στη δυσχερέστερη χρηματοοικονομική κατάσταση των επιχειρήσεων και στην αυξημένη αβεβαιότητα όσον αφορά τις προοπτικές κερδοφορίας.
Στο πλαίσιο μιας πιο μακροπρόθεσμης πρόβλεψης, προέκυψε ότι η χρηματοοικονομική κατάσταση των εταιρειών αναμένεται να βελτιωθεί. Συγκεκριμένα, καθώς η οικονομία προβλέπεται να ανακάμψει με ρυθμούς ανάπτυξης κοντά στο δυνητικό προϊόν μέχρι το τέλος του 2003, οι πωλήσεις και τα κέρδη αναμένεται να αυξηθούν και, συνεπώς, η δυνατότητα αντιμετώπισης των οικονομικών υποχρεώσεων των επιχειρήσεων να ισχυροποιηθεί.
Η βελτίωση αυτή των οικονομικών μεγεθών, σε συνδυασμό με τη μείωση της αβεβαιότητας για την πορεία της οικονομίας και των εταιρικών κερδών, εκτιμάται ότι θα περιορίσουν σχετικά γρήγορα τη διαφορά απόδοσης των εταιρικών από τα κρατικά ομόλογα.