Σε περιορισμό της κατανάλωσης ελαιολάδου έχει οδηγήσει η οικονομική κρίση σε συνδυασμό με τη διατήρηση των τιμών λιανικής σε σχετικά υψηλά επίπεδα, όπως προκύπτει από μελέτη της Διεύθυνσης Οικονομικών Μελετών της ICAP Group.
Σε περιορισμό της κατανάλωσης ελαιολάδου έχει οδηγήσει η οικονομική κρίση σε συνδυασμό με τη διατήρηση των τιμών λιανικής σε σχετικά υψηλά επίπεδα. Την ίδια στιγμή, η ζήτηση για προϊόντα ελαιολάδου ιδιωτικής ετικέτας είναι ανοδική εξαιτίας της μείωσης του διαθέσιμου εισοδήματος των νοικοκυριών.
Τα συμπεράσματα αυτά προκύπτουν από μελέτη της Διεύθυνσης Οικονομικών Μελετών της ICAP Group με τίτλο «Ελαιόλαδο - Πυρηνέλαιο - Επιτραπέζιες Ελιές» που κυκλοφόρησε πρόσφατα.
Σύμφωνα με τη Διευθύντρια Οικονομικών - Κλαδικών Μελετών της ICAP Group, κ. Σταματίνα Παντελαίου, το 2009/10 η εγχώρια παραγωγή ελαιολάδου υποχώρησε κατά 4,3% σε σχέση με την προηγούμενη ελαιοκομική περίοδο.
«Το μέγεθος των εξαγωγών ελαιολάδου και πυρηνελαίου εξαρτάται κατ' αρχήν από το ύψος της εγχώριας παραγωγής (κυκλικότητα της παραγωγής), καθώς και από τη ζήτηση των χωρών του εξωτερικού. Κατά συνέπεια, οι εξαγωγές ελαιολάδου συνήθως παρουσιάζουν σημαντικές διακυμάνσεις από έτος σε έτος. Το μεγαλύτερο ποσοστό των εξαγόμενων ποσοτήτων αφορά χύμα ελαιόλαδο, το οποίο προωθείται στην Ιταλία, ενώ οι εξαγωγές τυποποιημένου ελαιολάδου παρουσίασαν ανοδική τάση το 2010 σε σχέση με το 2009. Ωστόσο, παραμένουν σε χαμηλά επίπεδα σε σχέση με το συνολικό όγκο των εξαγωγών», δήλωσε η κ. Παντελαίου.
Όπως προκύπτει από τη μελέτη της ICAP, το 2009/10 η εγχώρια κατανάλωση ελαιολάδου μειώθηκε κατά 6,1% σε σχέση με το 2008/09. Εντονότερη υποχώρηση παρατηρείται στη ζήτηση τυποποιημένου ελαιολάδου (9,3%), καθώς η πλειοψηφία των καταναλωτών εξακολουθεί να προμηθεύεται χύμα ελαιόλαδο. Την περίοδο 2009/10 το μεγαλύτερο μέρος της συνολικής εγχώριας κατανάλωσης καλύφθηκε από το χύμα διακινούμενο ελαιόλαδο (43%).
Όσον αφορά το πυρηνέλαιο, ο κύριος όγκος του διακινείται σε ακατέργαστη μορφή, ενώ η παραγωγή ραφιναρισμένου πυρηνελαίου είναι μικρή. Η εγχώρια αγορά ραφιναρισμένου πυρηνελαίου υποχώρησε κατά 15% το 2009/10.
Στα πλαίσια της μελέτης έγινε και χρηματοοικονομική ανάλυση του επιχειρήσεων επεξεργασίας και τυποποίησης ελαιολάδου και πυρηνελαίου με τη χρήση επιλεγμένων αριθμοδεικτών.
Όπως προκύπτει από τα δεδομένα αυτά, οι πωλήσεις των εν λόγω επιχειρήσεων υποχώρησαν το 2010 κατά 16% ενώ τα συνολικά μικτά κέρδη υποχώρησαν με υψηλότερο ρυθμό (25,8%). Τα παραπάνω οδήγησαν στην επιδείνωση του λειτουργικού αποτελέσματος, το οποίο από θετικό το 2009 μετετράπη σε αρνητικό το 2010.