Η μη επικύρωση των προηγούμενων στοιχείων για το δημοσιονομικό έλλειμμα της Ελλάδας από την στατιστική υπηρεσία της ΕΕ δεν σημαίνει απαραίτητα ότι η όποια νέα αναθεώρηση θα αυξήσει το έλλειμμα, διευκρίνισε η Κομισιόν.
Η μη επικύρωση των προηγούμενων στοιχείων για το δημοσιονομικό έλλειμμα της Ελλάδας από την στατιστική υπηρεσία της ΕΕ δεν σημαίνει απαραίτητα ότι η όποια νέα αναθεώρηση θα αυξήσει το έλλειμμα, διευκρίνισε η Κομισιόν.
«Το γεγονός ότι η Eurostat δεν έχει εγκρίνει τα στοιχεία αυτά δεν υποδηλώνει απαραίτητα ότι τα τελικά στοιχεία θα είναι υψηλότερα. Σημαίνει απλώς ότι η Eurostat, σε αυτή τη φάση, δεν είναι σε θέση να επικυρώσει τα νούμερα», εξήγησε η εκπρόσωπος της Κομισιόν Αιμιλία Τόρες, απαντώντας σε ερωτήσεις με αφορμή την έκθεση της Κομισιόν για τα στατιστικά στοιχεία της Ελλάδας.
Στην έκθεση αναφέρεται ότι ενδεχομένως θα υπάρξουν νέες αναθεωρήσεις για το ύψος του ελλείμματος και του χρέους του 2008, καθώς το ισχύον θεσμικό πλαίσιο λειτουργία της ΕΣΥΕ είναι αναποτελεσματικό και επιρρεπές σε πολιτικές παρεμβάσεις.
Ερωτηθείσα αν η Επιτροπή προτίθεται να κινήσει διαδικασία επί παραβάσει κατά της Ελλάδας για τα δημοσιονομικά στοιχεία, σημείωσε: «H παροχή αξιόπιστων στατιστικών στοιχείων στην ΕΕ είναι υποχρέωση των κρατών - μελών, σύμφωνα με την Κοινοτική Συνθήκη και η διαδικασία προσφυγής στο Ευρωπαϊκό Δικαστήριο όταν παραβιάζονται οι κανόνες είναι μια καθιερωμένη διαδικασία στην ΕΕ».
Συνεχίζοντας, επεσήμανε ότι η Ευρωπαϊκή Επιτροπή στις συστάσεις της προς το Συμβούλιο Eco/fin, βάσει του άρθρου 126 παράγραφος 9 της Συνθήκης για τις χώρες με υπερβολικό έλλειμμα, θα προτείνει τρόπους προκειμένου να διασφαλιστεί η έγκυρη καταγραφή των δημοσιονομικών στοιχείων από τις ελληνικές αρχές.
Επιπλέον, τόνισε, η Επιτροπή θα προτείνει στο Συμβούλιο προθεσμίες για τη μείωση του δημοσιονομικού ελλείμματος της Ελλάδας.
Εξάλλου, σχετικά με την έκθεση της Ευρωπαϊκής Επιτροπής για τα ελληνικά στατιστικά στοιχεία, διευκρίνισε ότι αναφέρεται σε στοιχεία παρελθόντων ετών και ειδικότερα στην περίοδο 2005-2008, τα οποία κοινοποιήθηκαν στη Eurostat τον Οκτώβριο του 2009.