Η Ελλάδα πρέπει να παραμείνει στην Ευρωζώνη, όπου τα προβλήματά της «θα είναι σαφώς πιο εύκολο να λυθούν», επισημαίνει ο διοικητής της Τράπεζας της Ελλάδος (ΤτΕ) Γ. Προβόπουλος.
Η Ελλάδα πρέπει να παραμείνει στην Ευρωζώνη, όπου τα προβλήματά της «θα είναι σαφώς πιο εύκολο να λυθούν», επισημαίνει σε άρθρο του στους Financial Times ο διοικητής της Τράπεζας της Ελλάδος (ΤτΕ) Γιώργος Προβόπουλος.
«Τα προβλήματα που αντιμετωπίζει η ελληνική οικονομία είναι εξαιρετικά σοβαρά. Ωστόσο, το βασικό ερώτημα είναι εάν θα είναι ευκολότερο να τα επιλύσει εντός ή εκτός Ευρωζώνης», τονίζει.
Όπως εξηγεί, μια πιθανή αποχώρηση της χώρας από τη ζώνη του ευρώ θα οδηγήσει σε υποτίμηση του νέου νομίσματος, ωθώντας προς τα πάνω τον πληθωρισμό και τα επιτόκια.
Ένα νέο νόμισμα δεν θα αποτελέσει «το μαγικό ραβδί», αναφέρει χαρακτηριστικά ο διοικητής της ΤτΕ. «Ένα αδύναμο νόμισμα θα μπορούσε να αυξήσει το κόστος των εισαγωγών, να επιταχύνει τον πληθωρισμό και να ενισχύσει το κόστος του δημόσιου χρέους», αναφέρει στο άρθρο του.
Οι ανησυχίες για τις προσπάθειες της κυβέρνησης να περιορίσει το δημοσιονομικό έλλειμμα ώθησαν χθες το spread των ελληνικών 10ετών ομολόγων έναντι των γερμανικών Bunds στα υψηλότερα επίπεδα από τότε που η χώρα εισήλθε στην Ευρωζώνη το 2001.
Σύμφωνα με τον κ. Προβόπουλο, θα είναι πολύ λιγότερο δαπανηρό για τη χώρα να επιλύσει τα προβλήματά της στους κόλπους της Ευρωζώνης. «Η Ελλάδα όμως δεν θα υποκύψει στον πειρασμό των βραχυπρόθεσμων λύσεων, αλλά θα ακολουθήσει το δρόμο των αναγκαίων τολμηρών μεταρρυθμίσεων.»
Η ιδέα της αποχώρησης από τη νομισματική ένωση της Ευρώπης βασίζεται σε λανθασμένα επιχειρήματα, γράφει ο διοικητής της ΤτΕ.
Ολόκληρο το άρθρο του Γ. Προβόπουλου
Η Ελλάδα και το Ευρώ
Τους τελευταίους μήνες, ορισμένοι αναλυτές υποστηρίζουν ότι το Ευρωπαϊκό εγχείρημα του ενιαίου νομίσματος είναι καταδικασμένο να αποτύχει. Με βάση το σκεπτικό τους, η δημοσιονομική κρίση στην Ελλάδα οδηγεί με μαθηματική ακρίβεια τη χώρα στην έξοδό της από το καθεστώς των αμετάκλητα καθορισμένων συναλλαγματικών ισοτιμιών της ευρωζώνης. Θεωρούν, με άλλα λόγια, ότι η Ελλάδα θα έχει την ίδια μοίρα με άλλες χώρες που είχαν υιοθετήσει στο παρελθόν καθεστώτα σταθερών ισοτιμιών αλλά δεν κατόρθωσαν να πειθαρχήσουν, όπως π.χ. η Αργεντινή στις αρχές της δεκαετίας του 2000. Και ότι, σύντομα, θα διαδραματιστεί μία νέα «ελληνική τραγωδία».
Η άποψη αυτή στηρίζεται σε έωλα επιχειρήματα. Στο επίκεντρο των σημερινών προβλημάτων της ελληνικής οικονομίας βρίσκεται η απώλεια της διεθνούς ανταγωνιστικότητας της χώρας στην περίοδο μετά την ένταξή της στη ζώνη του ευρώ. Η υποχώρηση της ανταγωνιστικότητας, με τη σειρά της, οφείλεται σε διαρθρωτικές αδυναμίες, όπως ο δημοσιονομικός εκτροχιασμός σε μια περίοδο που η ταχύρρυθμη ανάπτυξη επέβαλλε τη δημοσιονομική εξυγίανση, και ο μεγάλος δημόσιος τομέας, που μάλιστα διογκώθηκε περαιτέρω, κατά 6 εκατοστιαίες μονάδες, μετά την ένταξη της Ελλάδος στη ζώνη του ευρώ, φθάνοντας το 51% του ΑΕΠ. Οι δυσκαμψίες στις αγορές εργασίας και προϊόντων οδήγησαν σε ρυθμούς ανόδου των τιμών και των μισθών συστηματικά υψηλότερους από τα αντίστοιχα μεγέθη στη ζώνη του ευρώ, με αποτέλεσμα να υπονομεύεται η διεθνής ανταγωνιστικότητα. Τα υψηλά δημοσιονομικά ελλείμματα αυξάνουν το κόστος δανεισμού, που με τη σειρά του ανατροφοδοτεί τα ελλείμματα. Η διόγκωση του δημόσιου τομέα έχει επιτείνει την αναποτελεσματικότητα, ενώ έχει διαβρώσει και την εξαγωγική βάση. Το τελικό αποτέλεσμα είναι η δημιουργία δίδυμων ελλειμμάτων: δηλαδή μεγάλες και μη διατηρήσιμες ανισορροπίες τόσο στα δημόσια οικονομικά όσο και στο ισοζύγιο πληρωμών.
Τα προβλήματα που αντιμετωπίζει η ελληνική οικονομία είναι εξαιρετικά σοβαρά. Ωστόσο, το βασικό ερώτημα είναι αν μπορούν να λυθούν ευκολότερα με την Ελλάδα εντός ή εκτός της ευρωζώνης. Στο ερώτημα αυτό λοιπόν απαντώ κατηγορηματικά ότι είναι αναμφίβολα ευκολότερο να λύσουμε τα προβλήματά μας εντός της ζώνης του ευρώ.
Όσοι διατείνονται ότι η Ελλάδα θα οδηγηθεί στην έξοδο από την ευρωζώνη θεωρούν ότι η χώρα δε διαθέτει τη βούληση να μειώσει δραστικά το διαρθρωτικό δημοσιονομικό της έλλειμμα, να ελέγξει τα στοιχεία κόστους και να προχωρήσει στις διαρθρωτικές εκείνες μεταρρυθμίσεις, που είναι αναγκαίες για την ανάκτηση της χαμένης ανταγωνιστικότητας. Υποστηρίζουν επίσης ότι η υποτίμηση του υποτιθέμενου, νέου εθνικού νομίσματος θα μπορούσε, σαν «μαγικό ραβδί», να αποκαταστήσει την ανταγωνιστικότητα. Θα μπορούσε όμως να συμβεί πράγματι κάτι τέτοιο;
Η Ελλάδα είχε αντιμετωπίσει πρόβλημα δίδυμων ελλειμμάτων και στη δεκαετία του `80, έχοντας τότε όμως το δικό της νόμισμα, τη δραχμή. Χρησιμοποίησε το «μαγικό ραβδί», προβαίνοντας σε μεγάλες υποτιμήσεις της δραχμής δύο φορές, το 1983 και το 1985, χωρίς όμως παράλληλα να πετύχει μακρόπνοες διαρθρωτικές μεταρρυθμίσεις και διατηρήσιμη δημοσιονομική εξυγίανση. Και τα δύο περιστατικά υποτιμήσεων ακολούθησε μία ακόμη μεγαλύτερη άνοδος των τιμών και των μισθών, χωρίς να επιτευχθεί μόνιμη βελτίωση της ανταγωνιστικότητας. Οι κερδοσκοπικές επιθέσεις κατά της δραχμής αποφεύχθηκαν αποκλειστικά και μόνο χάρη στους αυστηρούς περιορισμούς στην κίνηση κεφαλαίων που ίσχυαν την εποχή εκείνη, μια επιλογή που σε καμία περίπτωση δεν θα μπορούσε σήμερα να θεωρηθεί εφικτή αλλά ούτε και επιθυμητή. Έτσι το πρόβλημα των δίδυμων ελλειμμάτων παρέμεινε. Αυτά λοιπόν ήταν τα αποτελέσματα του «μαγικού ραβδιού» των υποτιμήσεων.
Ας υποθέσουμε όμως ότι η Ελλάδα αγνοεί αυτά τα διδάγματα και υιοθετεί εκ νέου εθνικό νόμισμα. Τι θα συνεπαγόταν σ' αυτή την περίπτωση η έξοδός της από την ευρωζώνη; Μερικές από τις πιθανές συνέπειες θα ήταν οι ακόλουθες:
● Μία ενδεχόμενη υποτίμηση του "νέου" νομίσματος θα αύξανε το κόστος των εισαγωγών, με αποτέλεσμα την επιτάχυνση του πληθωρισμού.
● Η νομισματική πολιτική δεν θα διέθετε την αξιοπιστία που έχει οικοδομήσει η Ευρωπαϊκή Κεντρική Τράπεζα, γεγονός που θα ενίσχυε τις πληθωριστικές προσδοκίες.
● Θα διαμορφώνονταν προσδοκίες για περαιτέρω υποτιμήσεις του εθνικού νομίσματος, οπότε θα επαυξάνονταν τα ασφάλιστρα έναντι τόσο του συναλλαγματικού κινδύνου όσο και του κινδύνου της χώρας.
● Οι παράγοντες αυτοί θα ωθούσαν προς τα πάνω τα ονομαστικά επιτόκια, προκαλώντας αύξηση του κόστους εξυπηρέτησης του δημόσιου χρέους, υπονομεύοντας έτσι τη δημοσιονομική προσαρμογή και στερώντας πόρους που θα μπορούσαν να διατεθούν σε άλλες, πιο παραγωγικές χρήσεις.
● Θα προέκυπτε και πάλι κόστος μετατροπής νομισμάτων μεταξύ της Ελλάδος και των υπόλοιπων μελών της ζώνης του ευρώ. Το κόστος αυτό θα επιδρούσε ανασταλτικά στις διεθνείς εμπορικές συναλλαγές και τις επενδύσεις.
● Η αβεβαιότητα σχετικά με τη μελλοντική εξέλιξη της συναλλαγματικής ισοτιμίας θα αύξανε το κόστος των συναλλαγών για την Ελλάδα, περιορίζοντας ακόμη περισσότερο το εμπόριο και τις επενδύσεις.
● Το υφιστάμενο χρέος σε ευρώ θα γινόταν χρέος σε συνάλλαγμα και θα διογκωνόταν περαιτέρω με κάθε υποτίμηση του εγχώριου νομίσματος.
● Η Ελλάδα δεν θα μπορούσε πλέον να επωφελείται από τις οικονομίες κλίμακας που συνεπάγεται η ύπαρξη κοινού νομίσματος, π.χ. λόγω της μικρότερης διακύμανσης ισοτιμιών στο πλαίσιο της διευρυμένης αγοράς συναλλάγματος.
Με την ελληνική οικονομία να βρίσκεται σήμερα σε ένα κρίσιμο σταυροδρόμι, το μόνο σίγουρο είναι ότι θα κοστίσει πολύ λιγότερο στην Ελλάδα να αντιμετωπίσει τα προβλήματά της όντας μέσα στη ζώνη του ευρώ. Οπότε, αντί της «ελληνικής τραγωδίας», πιο εύστοχη σε αυτή την περίπτωση θα ήταν η αναφορά στη γνωστή περικοπή από την Οδύσσεια.
Στο ομηρικό αυτό έπος, οι Σειρήνες με το τραγούδι τους σαγηνεύουν τους ναύτες του Οδυσσέα και τους παρασύρουν να βουτήξουν στη θάλασσα και στο βέβαιο θάνατο. Οι Σειρήνες, στην περίπτωσή μας, είναι αυτοί που υποστηρίζουν την αποχώρηση της Ελλάδας από τη ζώνη του ευρώ.
Η Ελλάδα όμως δεν θα υποκύψει στον πειρασμό των βραχυπρόθεσμων λύσεων, αλλά θα ακολουθήσει το δρόμο των αναγκαίων τολμηρών μεταρρυθμίσεων. Το ευρώ αποτελεί το κατάρτι πάνω στο οποίο το μέλλον της ελληνικής οικονομίας είναι στέρεα δεμένο.