Εκτενή δημοσιεύματα, ανταποκρίσεις και αναλύσεις σχετικά με την ελληνική οικονομία συνεχίζουν να φιλοξενούν αμερικανικά μέσα ενημέρωσης.
Εκτενή δημοσιεύματα, ανταποκρίσεις και αναλύσεις σχετικά με την ελληνική οικονομία συνεχίζουν να φιλοξενούν αμερικανικά μέσα ενημέρωσης.
Οι πρακτικές της χρήσης πολύπλοκων οικονομικών συναλλαγών με στόχο την απόκρυψη του πραγματικού χρέους ή ελλείμματος πολλών οικονομιών, αποτελούν το πρωτοσέλιδο θέμα της σημερινής έκδοσης της εφημερίδας Wall Street Journal, με βασικό παράδειγμα τις συναλλαγές της Ελλάδας με την αμερικανική επενδυτική τράπεζα Goldman Sachs.
Στο ένα εκ των τριών ρεπορτάζ αναφέρεται ότι «οι πρακτικές αυτές χρησιμοποιήθηκαν ευρέως από πολλές χώρες της Ε.Ε. στην προσπάθειά τους να ανταποκριθούν στις απαιτήσεις της εισόδου στην Ευρωζώνη, όσον αφορά το ύψος του χρέους τους και το έλλειμμα του προϋπολογισμού τους. Και ακριβώς επειδή ο στόχος των ηγετών της Ε.Ε. ήταν η δημιουργία της ζώνης του ενιαίου νομίσματος, οι πρακτικές αυτές έγιναν αποδεκτές».
Επισημαίνεται ακόμη ότι «στην περίπτωση της Ελλάδας, η χώρα απέκλειε επίσης από τους υπολογισμούς του ελλείμματός της και μεγάλο μέρος των αμυντικών της δαπανών, επικαλούμενη λόγους εμπιστευτικότητας, ενώ ακόμη και η Γερμανία, επιχείρησε μια γρήγορη διόρθωση το 1997, μέσω της επαναξιολόγησης των αποθεμάτων χρυσού, κίνηση που ωστόσο δεν επετράπη από την Κεντρική Τράπεζα της χώρας».
Για τις συναλλαγές της Ελλάδας με την Goldman Sachs αναφέρεται ότι «για το χρονικό διάστημα 1998-2001 υπήρξαν 12 τέτοιες συναλλαγές», ενώ γίνεται λόγος και για «μια αντίστοιχη συναλλαγή της Αθήνας με την Τράπεζα Credit Suisse».
Σε άλλο ρεπορτάζ της ίδιας εφημερίδας αναλύεται ο ρόλος εταιρείας του Λονδίνου με την ονομασία «Titlos PLC», η οποία δημιουργήθηκε στις αρχές του 2009 «προκειμένου να διευθετήσει τις συναλλαγές του 2001 μεταξύ Ελλάδας και Goldman Sachs, εκμεταλλευόμενη», όπως τονίζεται, «την προσπάθεια της ΕΚΤ να αντιμετωπίσει την οικονομική κρίση διοχετεύοντας ρευστό στις τράπεζες».
Σύμφωνα με το δημοσίευμα, «πίσω από την εταιρεία Titlos PLC βρίσκονται η Goldman Sachs και η Εθνική Τράπεζα της Ελλάδας, οι οποίες συμφώνησαν σε πώληση 5.1 δισ. ευρώ σε γραμμάτια, τα οποία όμως δεν προορίζονταν για επενδυτές αλλά για την ίδια την τράπεζα».
Στην ίδια εφημερίδα σημειώνεται ότι «παρά τα οικονομικά προβλήματα της Ελλάδας και άλλων χωρών της ευρωζώνης, οι επενδυτές στρέφονται σε πιο ριψοκίνδυνες επενδύσεις σε αναπτυσσόμενες αγορές της Κεντρικής και Ανατολικής Ευρώπης, ως επί το πλείστον».
Εκφράζεται δε ανησυχία για τον κίνδυνο ακόμη μεγαλύτερης οικονομικής κρίσης του ευρωπαϊκού οικονομικού συστήματος.
Οπως τονίζεται «το βασικό επιχείρημα των επενδυτών αυτών είναι ότι η Ελλάδα, έχει μικρό αντίκτυπο στην παγκόσμια οικονομική ανάπτυξη, ενώ αντιθέτως η οικονομική της κρίση θα κρατήσει τα επιτόκια των κεντρικών τραπεζών χαμηλά, και άρα θα παραμείνουν ελκυστικές οι επενδύσεις».
«Ωστόσο», διατυπώνεται η άποψη ότι «το σημαντικό μάθημα της παγκόσμιας οικονομικής κρίσης είναι ότι η αλληλεξάρτηση του παγκόσμιου τραπεζικού συστήματος έχει επεκταθεί σε τέτοιο βαθμό ώστε είναι δύσκολο να πει κανείς ότι τα προβλήματα της Ελλάδας ή άλλων μικρών ευρωπαϊκών χωρών δεν θα έχουν διεθνείς προεκτάσεις».
Παράλληλα, σε άρθρο του περιοδικό TIME αναφέρεται ότι «μετά από χρόνια σπατάλης, τόσο της κυβέρνησης όσο και των απλών ανθρώπων, η Ελλάδα εισέρχεται σε περίοδο ισχνών αγελάδων», ενώ σημειώνεται «η υποστήριξη των μέτρων λιτότητας που λαμβάνει η κυβέρνηση από τα δύο τρίτα περίπου των πολιτών, σύμφωνα με πρόσφατη δημοσκόπηση».
Μεταξύ άλλων, υπογραμμίζεται ότι «πιστή στις σοσιαλιστικές της καταβολές, η ελληνική κυβέρνηση αντιστέκεται στις πιέσεις από εταίρους της Ευρωπαϊκής Ένωσης για να προβεί σε βαθύτερες περικοπές και επιχειρεί να δομήσει τα μέτρα με τρόπο που να προστατεύονται οι φτωχοί και πιο ευάλωτοι».
Γίνεται ακόμη λόγος για «απαισιοδοξία της νέας γενιάς» και για το «φόβο των νέων ανθρώπων» ότι θα πρέπει να εγκαταλείψουν την Ελλάδα σε αναζήτηση αξιοπρεπών θέσεων εργασίας.
Υπενθυμίζεται δε ότι «κατά καιρούς, η απογοήτευση των νέων ανθρώπων εκδηλώνεται με έξαρση βίας στην Ελλάδα» και γίνεται μνεία στα γεγονότα του Δεκεμβρίου του 2008.
Τέλος, σκιαγραφείται μια «δυσάρεστη προοπτική για τα επόμενα χρόνια, με αύξηση φόρων, περικοπές μισθών και απώλειες θέσεων εργασίας, καθώς η οικονομία συμπιέζεται», ενώ υποστηρίζεται ότι «οι κακουχίες δεν είναι ξένες για την Ελλάδα», προβάλλοντας την πεποίθηση των παλαιότερων ότι «η Ευρωπαϊκή Ένωση θα εξασφαλίσει την απαραίτητη σταθερότητα».
Σε άλλη ανάλυση στο ίδιο περιοδικό γίνεται αναφορά στο ελληνικό δημόσιο χρέος ως τη «μεγαλύτερη απειλή» για την παγκόσμια οικονομική σταθερότητα.
Μεταξύ άλλων, επισημαίνονται οι πρόσφατες δηλώσεις του πρωθυπουργού Γιώργου Παπανδρέου ότι «η Ελλάδα αντιμετωπίζει τον κίνδυνο να βουλιάξει κάτω από το χρέος της», καθώς και οι επιπτώσεις στο ευρώ και στις ανά τον κόσμο χρηματαγορές, καθώς και ο κίνδυνος επέκτασης των ελληνικών προβλημάτων σε άλλα ασθενή μέλη της ευρωζώνης (Πορτογαλία, Ιρλανδία, Ιταλία, Ισπανία)
«Η ελληνική πανωλεθρία», σημειώνεται, «θα μπορούσε να προοιωνίζεται ένα νέο στάδιο της οικονομικής κρίσης, στην οποία ανεύθυνοι πολιτικοί, και όχι τραπεζίτες, είναι η κύρια πηγή της οικονομικής αναταραχής».
Παρατίθεται η πρόβλεψη του ΟΟΣΑ ότι μέχρι το τέλος του 2011 ο λόγος του δημοσίου χρέους προς το ΑΕΠ θα φτάσει το 100% στις ΗΠΑ, από το 62% το 2007.
Επισημαίνεται, τέλος, ότι «οι απαιτήσεις των Ευρωπαίων για ακόμη αυστηρότερο πρόγραμμα λιτότητας αποτελούν τεράστια δοκιμασία για την κυβέρνηση Παπανδρέου, καθώς οι δημόσιοι υπάλληλοι έχουν ήδη προκηρύξει απεργίες. Μέχρι στιγμής, παραμένει σταθερός», προσθέτοντας ότι «πρόσφατη δημοσκόπηση δείχνει ότι τα δύο τρίτα των Ελλήνων πιστεύουν στην αναγκαιότητα των μέτρων».
Πηγή: ΑΠΕ - ΜΠΕ