Οικονομία & Αγορές
Δευτέρα, 01 Μαρτίου 2010 18:37

Οξύνεται η αντιπαράθεση μεταξύ των κεντρικών τραπεζών

Η αντιπαράθεση μεταξύ, αλλά και εντός, των κεντρικών τραπεζών οξύνεται, δεδομένου ότι οι οικονομίες βρίσκονται σε διαφορετικά στάδια ανάκαμψης και, κατά συνέπεια, διαφοροποιούνται οι πιέσεις που δέχονται, σύμφωνα με τη Μηνιαία Οικονομική Ανασκόπηση Επενδύσεων της JPMorgan Asset Management, που συνέταξε η Global Multi-Asset Group.

Η αντιπαράθεση μεταξύ, αλλά και εντός, των κεντρικών τραπεζών οξύνεται, δεδομένου ότι οι οικονομίες βρίσκονται σε διαφορετικά στάδια ανάκαμψης και, κατά συνέπεια, διαφοροποιούνται οι πιέσεις που δέχονται, σύμφωνα με τη Μηνιαία Οικονομική Ανασκόπηση Επενδύσεων της JPMorgan Asset Management, που συνέταξε η Global Multi-Asset Group, ομάδα διαχείρισης παγκόσμιων χαρτοφυλακίων διαφόρων κατηγοριών επένδυσης:

Με αύξηση του πραγματικού ΑΕΠ της τάξης του 10,7% κατά το τέταρτο τρίμηνο του 2009 έναντι της αντίστοιχης περιόδου πέρσι, οι κινεζικές αρχές προέβησαν στις πρώτες κινήσεις εξομάλυνσης, αν και η νομισματική πολιτική της χώρας μάλλον εξακολουθεί να είναι προσαρμοστική. Κατά τη διάρκεια του Ιανουαρίου η απόδοση των βραχυπρόθεσμων τίτλων αυξήθηκε σε δύο περιπτώσεις, ενώ κατά 50 μονάδες βάσης αυξήθηκαν και τα απαιτούμενα αποθεματικά, τα οποία όμως παραμένουν χαμηλότερα από τα επίπεδα όπου βρίσκονταν πριν από την κρίση. Υπήρξαν επίσης ανακοινώσεις για περιστολή των νέων δανείων, κάτι που ήταν ίσως αναμενόμενο δεδομένου του ρυθμού της πιστωτικής διεύρυνσης που σημειώθηκε ήδη εντός του 2010. Παρά το γεγονός ότι οι πρακτικές δανεισμού έχουν ιδιαίτερα εποχικό χαρακτήρα στην Κίνα (με μεγάλη αυξητική τάση κατά τις παραμονές του κινεζικού Νέου Έτους), η εξαγγελία αυτών των μέτρων πραγματοποιήθηκε αφού είχαν ήδη δοθεί πιστώσεις ύψους σχεδόν 1,5 τρις ρενμινμπί εντός του έτους και όταν το συνολικό ποσό δανεισμού για το 2010 διαμορφώνεται στα 7,5 τρις ρενμινμπί. ΚατΆ αναλογία, δηλαδή, το τραπεζικό σύστημα στην Κίνα προέβη τον Ιανουάριο σε δανεισμό ποσού ίσου με το ετήσιο ΑΕΠ της Μαλαισίας. Καθώς θα αυξάνεται ο πληθωρισμός και θα ανακάμπτουν οι εξαγωγές, εκτιμούμε ότι θα υπάρξουν περαιτέρω και, τελικά, πολύ πιο επιθετικά μέτρα σύσφιξης της πολιτικής, καθώς πλησιάζουμε τα μέσα του έτους.

Σε σχετικά ήπιους τόνους διεξήχθη η τελευταία συνεδρίαση της Νομισματικής Επιτροπής (FOMC) των ΗΠΑ, αν και καθίσταται σαφές ότι η περαιτέρω συζήτηση στους κύκλους της Ομοσπονδιακής Τράπεζας των ΗΠΑ (Fed) αργότερα εντός του έτους δεν θα διέπεται από το ίδιο συναινετικό κλίμα. Παρατηρήθηκε μια ελαφρά διαφοροποίηση στη διατύπωση όπου, αναφερόμενη στις προοπτικές του «ρυθμού της οικονομικής ανάκαμψης» (έναντι της προγενέστερης αναφοράς στην «οικονομική δραστηριότητα»), η Fed μίλησε για «συγκρατημένο» ενώ προηγουμένως μιλούσε για «ασθενή» ρυθμό. Το πιο αξιοπρόσεχτο σημείο στην ανακοίνωση της Νομισματικής Επιτροπής, ωστόσο, ήταν η θέση του Thomas Hoenig ο οποίος, τοποθετούμενος υπέρ του ελέγχου του πληθωρισμού, διαφώνησε με τη διατήρηση της φράσης «για μια παρατεταμένη περίοδο» σε σχέση με το επιτόκιο του βραχυπρόθεσμου διατραπεζικού δανεισμού (Fed Funds). Ο Πρόεδρος της Fed του Κάνσας υποστήριξε ότι «οι οικονομικές και χρηματοοικονομικές συνθήκες έχουν αλλάξει επαρκώς και ότι δεν δικαιολογείται πλέον η διατήρηση του επιτοκίου του βραχυπρόθεσμου διατραπεζικού δανεισμού σε ιδιαίτερα χαμηλά επίπεδα για μια παρατεταμένη περίοδο». Αν και αυτό δεν συνεπάγεται κάποια αξιοσημείωτη διαφοροποίηση στους κύκλους της Νομισματικής Επιτροπής, σημαίνει ίσως ότι η αντιπαράθεση θα συνεχιστεί και στο μέλλον. Οι αγορές ίσως αρχίσουν να διαβλέπουν τις εξελίξεις ερμηνεύοντας μικρές διαφοροποιήσεις στη διατύπωση στις ανακοινώσεις της Ομοσπονδιακής Τράπεζας των ΗΠΑ. Εξακολουθούμε να πιστεύουμε ότι οι ιθύνοντες της Fed δεν θα σπεύσουν σε αύξηση των επιτοκίων προτιμώντας, εάν σφάλλουν, να είναι προς όφελος της σύνεσης. Οι αγορές προεξοφλούν σύσφιξη της τάξης των 60 περίπου μονάδων βάσης κατά το έτος, μια εκτίμηση που θεωρούμε ότι τείνει κάπως προς την υπερβολή.

Κατά την τελευταία συνεδρίαση της Επιτροπής Νομισματικής Πολιτικής, η Τράπεζα της Αγγλίας επέλεξε να αφήσει ανοιχτό το ενδεχόμενο για περαιτέρω μέτρα ποσοτικής χαλάρωσης. Στην ανακοίνωση που εξέδωσε η κεντρική τράπεζα της χώρας επεσήμανε ότι η ύφεση είχε «ενδεχομένως πλήξει την παραγωγική δυναμικότητα… η μείωση στην παραγωγή σημαίνει ότι είναι πιθανόν να εξακολουθήσει να υπάρχει ένα σημαντικό περιθώριο υποαπασχολούμενων πόρων». Αυτό υποδεικνύει ότι η Τράπεζα της Αγγλίας λαμβάνει υπόψη κάποια μόνιμη μείωση της παραγωγικής δυναμικότητας. Οι αναγνώστες θα θυμούνται ίσως ότι οι νομισματικές αρχές της Τράπεζας της Αγγλίας ήταν εκείνες που εξέφραζαν την ενόχλησή τους κατά τα τελευταία χρόνια για τη δυσκολία να μετρηθεί η δυναμικότητα της οικονομίας λόγω της εισροής μεταναστών που επηρέαζαν το εργατικό δυναμικό της χώρας. Τότε είχε αναπτυχθεί έντονη αντιπαράθεση σχετικά με τους περιορισμούς στη δυναμικότητα και τις πληθωριστικές πιέσεις που θα μπορούσαν να συνεπάγονται. Ανακύπτει τώρα το ερώτημα κατά πόσον η παραδοχή ότι η δυναμικότητα έχει πράγματι μειωθεί θα οδηγήσει σε μια εξίσου οξεία αντιπαράθεση στους κύκλους της Επιτροπής Νομισματικής Πολιτικής ως προς το εάν οι περιορισμοί στη δυναμικότητα θα επιφέρουν πληθωριστικές πιέσεις κατά τους επόμενους μήνες.

Οι νομισματικές αρχές στην Ευρωζώνη προσπαθούν να αντιμετωπίσουν τη δύσκολη κατάσταση που περιβάλλει ορισμένες χώρες και, συγκεκριμένα, την Πορτογαλία, την Ιρλανδία, την Ελλάδα και την Ισπανία. Προηγούμενο θα αποτελέσει η Ελλάδα, αν και δεν αναμένεται να επέλθει επίλυση του προβλήματος από την Ευρωπαϊκή Κεντρική Τράπεζα (ΕΚΤ). Τεκμηριώνεται ωστόσο περαιτέρω η ύπαρξη διαφορετικών επιπέδων κεκτημένης ταχύτητας στις οικονομίες των κρατών της Ευρωζώνης. Παρά τις πιο συγκρατημένες εκτιμήσεις των αγορών για τη σύσφιξη από την ΕΚΤ, που σήμερα τοποθετούνται στις 70 μονάδες βάσης έναντι των 110 μονάδων στις αρχές του έτους, μάλλον απίθανο διαγράφεται το ενδεχόμενο η ΕΚΤ να αυξήσει τα επιτόκια εντός του 2010, δεδομένων των περιορισμένων πληθωριστικών πιέσεων και μιας ρύθμισης που θα έχει σαφώς χροιά «τιμωρίας» για ορισμένες από τις περιφερειακές χώρες.

Προοπτική της Οικονομίας

Σύμφωνα με το βασικό σενάριο μας, φέτος αναμένεται μια ήπια ανάκαμψη στα ανεπτυγμένα κράτη. Ωστόσο, ο ρυθμός αυτής της ανάκαμψης εκτιμάται ότι δεν θα είναι ομοιογενής στις επιμέρους χώρες ή και περιοχές. Η Κίνα ανακοίνωσε για το τέταρτο τρίμηνο αύξηση 10,7% σε σύγκριση με την αντίστοιχη περίοδο πέρσι, ενώ το πρώτο τρίμηνο του 2009 βρισκόταν σε χαμηλά επίπεδα-πυθμένα στο 6,1%. Οι λιανικές πωλήσεις επίσης ήταν καλύτερες του αναμενομένου. Προφανώς, οι κινεζικές αρχές αισθάνονται αρκετά ασφαλείς για να αρχίσουν να προβαίνουν στην άρση κάποιων μέτρων της ιδιαίτερα προσαρμοστικής πολιτικής τους. Η οικονομία των ΗΠΑ φαίνεται να βιώνει μια σχεδόν κλασσική ανάκαμψη ως προς την τροχιά της, αφού το τελευταίο τρίμηνο του έτους η άνοδος ήταν της τάξης του 5,7% σε ετησιοποιημένη βάση. Κατά το ίδιο διάστημα, η Βρετανία κατέγραψε αύξηση μόλις 0,1% έναντι του προηγούμενου τριμήνου. Εάν διατηρηθεί η δυναμική της παγκόσμιας ανάπτυξης σε εύλογα πλαίσια, ενδέχεται η οικονομία της Βρετανίας να εμφανίσει καλύτερα αποτελέσματα κατά τα αμέσως επόμενα τρίμηνα καθώς είναι πιθανόν η εξασθένηση του νομίσματος της χώρας να έχει ετεροχρονισμένα θετικά αποτελέσματα για τις εξαγωγές.

Με κίνδυνο η άποψη αυτή να θεωρηθεί ότι ενσπείρει ανησυχίες, διατυπώνουμε τον προβληματισμό μας μήπως η ανάκαμψη προσεγγίζει ένα σημείο-καμπή, αν και οι ενδείξεις δεν είναι ακόμη καθόλου σαφείς. Στις ΗΠΑ ο δείκτης μεταποίησης ISM, για παράδειγμα, ήταν κατά πολύ ισχυρότερος του αναμενομένου, σύμφωνα με την πρόσφατη ανακοίνωση, φθάνοντας στα υψηλότερα επίπεδα από τον Σεπτέμβριο του 2004. Ο αντίστοιχος δείκτης εκτός μεταποίησης, ωστόσο, παραμένει οριακά σε περιοχές ανόδου. Στην Ευρώπη ο σύνθετος δείκτης PMI υποχώρησε ελαφρώς τον Ιανουάριο. Κάποια εξασθένηση παρατηρήθηκε και σε ορισμένους άλλους ευρωπαϊκούς δείκτες, ενώ ο δείκτης ZEW διαμορφώθηκε σε σαφώς χαμηλότερα επίπεδα από τις εκτιμήσεις, κυρίως λόγω της πτώσης στα στοιχεία που αφορούν στην προοπτική για το μέλλον. Οι πρόδρομοι δείκτες του ΟΟΣΑ για τις οικονομίες των G4 εξακολούθησαν να βελτιώνονται. Ωστόσο, παρά το γεγονός ότι οι μεταβολές από έτος σε έτος παραμένουν θετικές και ανοδικές για τους δείκτες, ένα πιο δυναμικό (και ενδεχομένως πιο ηχηρό) μέτρο, που εξετάζει την ετησιοποιημένη μεταβολή εξαμήνου, υποδεικνύει ότι οι G4, με εξαίρεση την Ιαπωνία, έχουν φθάσει ίσως σε ανώτατα επίπεδα.

Σε γενικές γραμμές, οι ενδείξεις μιας σαφούς υποχώρησης στους μελλοντικούς δείκτες είναι ασαφείς. Παρατηρούμε, μάλιστα, ότι οι δείκτες PMI στον τομέα των υπηρεσιών στις ανεπτυγμένες αγορές έχουν πιθανότατα φθάσει σε ανώτατα σημεία, ενώ οι δείκτες μεταποίησης γενικώς εξακολουθούν να βρίσκονται σε ανοδική πορεία. Αυτό ενδεχομένως να αντανακλά δύο ζητήματα: πρώτον, ότι είναι απόρροια της ανάκαμψης μετά από έναν σφοδρό κύκλο αποθεμάτων∙ δεύτερον, ότι η ζήτηση για προϊόντα μεταποίησης από το εξωτερικό (ιδιαίτερα δε από τις αναδυόμενες αγορές) ενδεχομένως να λειτουργεί θετικά για τον κύκλο του μεταποιητικού κλάδου, όμως η σχετική αδυναμία του τομέα των υπηρεσιών αποτυπώνει μια εγχώρια ζήτηση που εξακολουθεί να είναι υποτονική. Εξάλλου, θεωρούμε ότι η ανεπαρκής αύξηση του χρήματος εξακολουθεί να συνιστά λόγο ανησυχίας για την προοπτική της ανάπτυξης. Δεν υπάρχουν ενδείξεις για επάνοδο της αύξησης του χρήματος με την ευρύτερη έννοια στις ΗΠΑ, την Ευρωζώνη και την Ιαπωνία. Ακόμη και στην Κίνα, η αύξηση του χρήματος με την ευρύτερη έννοια υποχώρησε κατά το εξάμηνο από το κορυφαίο σημείο του 36,9% στο 19,9% σε ετησιοποιημένη βάση, ενώ στις ΗΠΑ και την Ευρωζώνη αυτή τη στιγμή σημειώνεται μείωση της τάξης του 2% και 1% αντιστοίχως. Συνεπώς, μια ισχυρότερη ανάπτυξη βραχυπρόθεσμα θα μπορούσε, ενδεχομένως, να παραχωρήσει εύκολα τη θέση της σε μια πιο υποτονική εικόνα αργότερα εντός του 2010 με προεκτάσεις και στο 2011. Με την παραδοχή αυτού του σεναρίου, οι επενδυτές θα αρχίσουν να ελέγχουν την ανθεκτικότητα των προβλέψεων τους για τα κέρδη του 2011.

Κέρδη & Αποτιμήσεις

Σημαντική εξέλιξη σημειώθηκε στις προβλέψεις, με τις συγκεντρωτικές εκτιμήσεις μέσα από μια bottom-up προσέγγιση (που δίνει έμφαση πρωταρχικώς στις εταιρείες, μετά στους κλάδους και μετά στην ευρύτερη οικονομία) να δείχνουν αύξηση της κερδοφορίας παγκοσμίως της τάξης του 28,3% για το 2010 και του 20,0% για το 2011, με σωρευτική αύξηση 56% από το 2009 έως το 2011 για τα κέρδη του S&P. Τα στοιχεία του 2010 θα ωφεληθούν σε μεγάλο βαθμό από τους κλάδους των χρηματοοικονομικών υπηρεσιών, των μη βασικών καταναλωτικών αγαθών και της ενέργειας, αλλά η ποιότητα των κερδών και οι προοπτικές αύξησης των πωλήσεων και των εσόδων θα πρέπει να ληφθούν σοβαρά υπόψη μετά από τις πολύ επιθετικές περικοπές δαπανών που έγιναν πέρσι, ιδιαίτερα μάλιστα στις ΗΠΑ. Η περίοδος ανακοίνωσης αποτελεσμάτων τέταρτου τριμήνου στις ΗΠΑ, που ήδη έχει αρχίσει, εξελίσσεται αρκετά καλά μέχρι στιγμής, χωρίς ωστόσο να οδηγήσει τις αγορές σε άνοδο. Από τις εταιρείες που έχουν ήδη ανακοινώσει αποτελέσματα, 74% κατέγραψαν κέρδη καλύτερα του αναμενομένου (μάλιστα, τουλάχιστον οι μισές από αυτές κατά περισσότερο από 10%), αλλά το ποσοστό αυτό είναι χαμηλότερο από το εκτιμώμενο (run rate) 80% που είχε διαμορφωθεί το τρίτο τρίμηνο. Το ευχάριστο είναι ότι πολύ περισσότερες εταιρείες ανακοίνωσαν καλύτερα έσοδα: 56% μέχρι σήμερα, έναντι 44% κατά το τρίτο τρίμηνο. Ένα άλλο σημαντικό ζήτημα που θα μπορούσε να επηρεάσει τις αγορές αφορά στον υπολογισμό της χρονικής στιγμής (timing) κατά την οποία θα σημειωθεί η ανοδική μεταστροφή. Η δυναμική οικονομική δραστηριότητα και τα καλύτερα του αναμενομένου αποτελέσματα δημιουργούν μια εικόνα ανεξέλεγκτης αύξησης της υποκείμενης κερδοφορίας κατά το πρώτο εξάμηνο του 2010. Κάποια στιγμή είναι πιθανόν να δημιουργηθούν ανησυχίες ότι αυτό δεν θα μπορούσε να επαναληφθεί στο δεύτερο εξάμηνο του 2010 ή το 2011. Θα μπορούσαν, κατά συνέπεια, να είναι υψηλότερες οι εκτιμήσεις για φέτος εις βάρος του 2011, καθώς οι αναλυτές μεταφέρουν τις προβλέψεις τους. Το σενάριο αυτό θα μπορούσε να αποσταθεροποιήσει τις αγορές, αφού όμως προεξοφλήσουν μια καλύτερη προοπτική για το 2010. Συνεπώς, σε αυτή τη φάση διατηρούμε κάποιες επιφυλάξεις ως προς τη δυνατότητα επίτευξης μιας αύξησης της κερδοφορίας της τάξης του 21% κατά το επόμενο έτος.

Η «κεκτημένη ταχύτητα» της κερδοφορίας, σύμφωνα με τις μετρήσεις μας, έχει σαφώς φθάσει σε ανώτατα σημεία, καθώς από τις 24 αγορές που παρακολουθούμε μόνο οι 17 βλέπουν σήμερα βελτίωση της κεκτημένης ταχύτητας σε σύγκριση με τις μετρήσεις πριν από έξι μήνες και μόλις 8 από αυτές σε σχέση με τον προηγούμενο μήνα. Οι αναλυτές, ωστόσο, εξακολουθούν να προβαίνουν σε θετικές αναθεωρήσεις και οι αγορές της Ισπανίας και της Ιταλίας είναι οι μόνες όπου οι αρνητικές αναθεωρήσεις είναι περισσότερες από τις θετικές.

Οι σύνθετοι δείκτες αποτίμησης που χρησιμοποιούμε, που εξετάζουν τις αποτιμήσεις σε μεσοπρόθεσμη βάση, υποδεικνύουν ότι στις περισσότερες αγορές οι αποτιμήσεις βρίσκονται περίπου σε ουδέτερα επίπεδα. Η μαζική εκποίηση του Ιανουαρίου οδήγησε σε ελαφρά πτώση στις τιμές των μετοχών, σύμφωνα με αυτά τα μέτρα, και οι συγκεκριμένοι δείκτες μας για τις μετοχές παγκοσμίως υποχώρησαν από 0,37 στο 0,26 (όπου το 0 αντιστοιχεί σε ουδέτερα επίπεδα). Σε σχέση με το ιστορικό τους, οι αποτιμήσεις των μετοχών δεν εμφανίζονται ιδιαίτερα φθηνές. Μάλιστα, με 10ετή κυκλική προσαρμογή, ο δείκτης Ρ/Ε (τιμής προς κέρδη) για τις ΗΠΑ διαμορφώνεται στο 20Χ, βρίσκεται δηλαδή κατά 0,25 τυπικές αποκλίσεις πάνω από τον μέσο όρο του μετά τον 2ο Παγκόσμιο Πόλεμο.

Ωστόσο, σε σχέση με τα ομόλογα και τα διαθέσιμα/ισοδύναμα διαθεσίμων, οι μετοχές εξακολουθούν να αποτελούν προτιμότερη κατηγορία επένδυσης. Ποσοστό 78% των εταιρειών του δείκτη FTSE 100 προσφέρουν υψηλότερη μερισματική απόδοση από την πραγματική απόδοση των βρετανικών ομολόγων. Αν και το ποσοστό αυτό διαμορφώνεται χαμηλότερα στο 63% για την Ευρώπη πλην Βρετανίας, εξακολουθεί να είναι σαφώς υψηλότερο από τον μέσο όρο δεκαετίας (58%). Εξάλλου, σύμφωνα με τις συγκεντρωτικές εκτιμήσεις των αναλυτών μας μέσα από μια bottom-up προσέγγιση, οι αμερικανικές μετοχές παρέχουν αναμενόμενη αυξημένη απόδοση δεδομένου του κινδύνου τους (equity risk premium) 5,7% έναντι του 10ετούς κρατικού ομολόγου, ποσοστό που είναι μεν χαμηλότερο από τα ανώτατα σημεία του παρελθόντος, δεν παύει όμως να είναι ελκυστικό.

Αγορές

Μετά από μια καλή αρχή φέτος, οι επενδύσεις που ενέχουν κίνδυνο κινήθηκαν με δυσκολία, καθώς επηρεάστηκαν από τις ανησυχίες για το χρέος του ελληνικού δημοσίου, τις αναμενόμενες μεταβολές στους τραπεζικούς κανονισμούς, και την έναρξη της άρσης των νομισματικών μέτρων τόνωσης στην Κίνα. Τελικώς, κανένας από αυτούς τους παράγοντες δεν θα έπρεπε να αποτελεί έκπληξη για τους επενδυτές. Μάλιστα, και τα τρία ζητήματα – ο κίνδυνος αθέτησης του κρατικού χρέους, οι μεταβολές στο ρυθμιστικό περιβάλλον, και η σύσφιξη της νομισματικής πολιτικής – θα ηχούν σε όλη τη διάρκεια του 2010. Μέσα σε αυτό το αβέβαιο περιβάλλον, σχετικός «νικητής» θα είναι η μεταβλητότητα και ήδη έχει σημειωθεί μια άνοδος του δείκτη Vix, ο οποίος από τα χαμηλά επίπεδα του Ιανουαρίου (17,6) διαμορφώνεται σήμερα στο 26,1.

Στο επενδυτικό κλίμα φέτος ενδεχομένως να επικρατήσει κάποια παράνοια και κατά περιόδους να τίθεται το ζήτημα της προοπτικής των επενδύσεων που ενέχουν κίνδυνο. Τα στοιχεία έδειχναν ένα κλίμα αισιοδοξίας στην επενδυτική κοινότητα στις αρχές του έτους το οποίο, όμως, παρά τις ανακοινώσεις για αρκετά εύρωστα εταιρικά αποτελέσματα, υποχώρησε αρκετά γρήγορα με την κατοχύρωση κερδών και την αποφυγή του επενδυτικού κινδύνου που προκάλεσαν οι παράγοντες που προαναφέραμε. Η διαδρομή της ελάχιστης αντίστασης στις αγορές ήταν ανοδική για ένα μεγάλο μέρος του 2009 καθώς ανανεώνονταν οι ελπίδες και οι κεντρικές τράπεζες ενθάρρυναν την ανάληψη κινδύνου∙ σήμερα όμως οι αγορές έχουν σε μεγάλο βαθμό προεξοφλήσει τις θετικές ειδήσεις. Εάν τα στοιχεία εξακολουθήσουν να είναι σταθερά εύρωστα, είναι πιθανόν να επισπευσθεί η σύσφιξη της νομισματικής πολιτικής (ή τουλάχιστον να δημιουργηθούν ανησυχίες ότι επίκειται σύσφιξη). Εάν τα στοιχεία είναι πολύ υποτονικά, οι επενδυτές εύλογα θα αναρωτηθούν κατά πόσον η ανάκαμψη έχει θεμελιώδες υπόβαθρο. Η αντιφατικότητα στις ανακοινώσεις υποδεικνύει ότι δεν θα υπάρχει σταθερότητα στη ροή των ειδήσεων φέτος, ενώ το ίδιο ενδεχομένως να ισχύσει και για την πορεία των τιμών των τίτλων.

Βεβαίως, δεν πρόκειται για κάτι άνευ προηγουμένου. Με βάση τις μελέτες των Rogoff και Reinhart, εξετάσαμε την απόδοση των μετοχικών αγορών σε 12 οικονομίες που επλήγησαν από την τραπεζική κρίση. Σύμφωνα με την ανάλυσή μας, το αμέσως επόμενο έτος μετά την κρίση, οι αγορές σημείωσαν κατά μέσο όρο άνοδο 78%. Αυτό που θεωρούμε ιδιαίτερα ενδιαφέρον είναι το τι συμβαίνει μετά στις αγορές, δηλαδή ότι για μερικά χρόνια τείνουν να κινούνται πλαγίως και εντός ενός εύρους, το οποίο όμως είναι αρκετά μεγάλο και οπωσδήποτε προσιτό για συναλλαγές. Σε γενικές γραμμές, εξακολουθούμε να έχουμε αυξημένη στάθμιση στις μετοχές και εκτιμούμε ότι θα έχουν καλύτερη απόδοση έναντι των ομολόγων, λαμβάνουμε ωστόσο υπόψη τα διδάγματα της ιστορίας. Στα ισορροπημένα χαρτοφυλάκιά μας έχουμε αυξημένη στάθμιση στις αγορές με κυκλικά χαρακτηριστικά, διατηρώντας τις θέσεις μας σε μετοχές των αναδυόμενων αγορών, καθώς είναι οι περιοχές που εξακολουθούν να πρωτοστατούν στην ανάπτυξη. Αυξημένες θέσεις διατηρούμε επίσης στο Χονγκ Κονγκ, την Ιαπωνία και τη Σουηδία, ενώ τροποποιήσαμε τη θέση μας σε ουδέτερη στη Βρετανία και τις ΗΠΑ και εξακολουθούμε να έχουμε μειωμένη στάθμιση στην Ευρώπη πλην Βρετανίας και στην Αυστραλία.