Οικονομία & Αγορές
Τετάρτη, 03 Μαρτίου 2010 20:03

Συζητήθηκε στο Εφετείο η έφεση του Δημοσίου υπέρ της έκτακτης εισφοράς

Στο Διοικητικό Εφετείο Αθηνών συζητήθηκε η έφεση του Δημοσίου κατά της απόφασης του Διοικητικού Πρωτοδικείου Αθηνών που έχει κρίνει αντισυνταγματική την έκτακτη εισφορά που επιβλήθηκε σύμφωνα με το άρθρο 18 του Ν. 3758/2009.

Στο Διοικητικό Εφετείο Αθηνών συζητήθηκε η έφεση του Δημοσίου κατά της απόφασης του Διοικητικού Πρωτοδικείου Αθηνών που έχει κρίνει αντισυνταγματική την έκτακτη εισφορά που επιβλήθηκε σύμφωνα με το άρθρο 18 του Ν. 3758/2009.

Υπενθυμίζεται ότι με την υπ’ αριθμ. 18440/ 2009 το Πρωτοδικείο έκρινε ότι με τη συνταγματική επιταγή του άρθρου 78 «θεσπίζεται γενική απαγόρευση αναδρομικής επιβολής πέραν του προηγούμενου έτους οποιοδήποτε δυσμενέστερου των ισχυόντων οικονομικού μέτρου, ανεξαρτήτως του είδους αυτού ή της προσωρινότητας της επιβολής του» και προσθέτει ότι «το ταμειακό συμφέρον του Δημοσίου δεν συνιστά λόγο καταστρατήγησης συνταγματικών διατάξεων», όπως είναι αυτών που απαγορεύουν την αναδρομική επιβολή φόρων.

Με την ίδια απόφαση του το Διοικητικό Πρωτοδικείο έκρινε ότι «η έκτακτη εισφορά είναι αντίθετη στο άρθρο 78 παράγραφος 2 του Συντάγματος που απαγορεύει την αναδρομική επιβολή φόρου ή άλλου οικονομικού βάρους» και υποχρέωσε τη Δ.Ο.Υ. Ψυχικού να επιστρέψει εντόκως την έκτακτη εισφορά των 10.000 ευρώ που είχε καταβάλει φορολογούμενος.

Τα επιχειρήματα του Δημοσίου

Το Δημόσιο δια του νομικού εκπροσώπου του υποστήριξε ότι είναι συνταγματική η έκτακτη εισφορά η οποία δεν έχει αναδρομική ισχύ, παρά το γεγονός ότι υπολογίσθηκε στα εισοδήματα του 2007, καθώς δεν ήταν δυνατόν να υπάρχουν οικονομικά στοιχεία μεταγενέστερου έτους.

Ακόμη, υποστήριξε ότι «η έκτακτη εισφορά δεν συνιστά επαύξηση του φόρου εισοδήματος, αλλά έκτακτη εφάπαξ επιβάρυνση» στους φορολογουμένους που είχαν εισόδημα άνω των 60.000 ευρώ. Δηλαδή επιβλήθηκε στους οικονομικά ισχυρότερους και όχι στα αδύνατα οικονομικά εισοδήματα.

Παράλληλα, ο εκπρόσωπος του Δημοσίου είπε ότι ο νομοθέτης με την επιβολή της έκτακτης εισφοράς αποσκοπούσε στην επιβάρυνση μόνον των οικονομικώς ισχυρότερων πολιτών, έτσι ώστε αυτοί για λόγους κοινωνικής δικαιοσύνης να συνεισφέρουν περισσότερο στην αντιμετώπιση της κρίσης, αναφέρεται στην έφεση.

Επίσης, ανέφερε το Δημόσιο ότι ο Ν. 3758/2009 νόμιμα και σύμφωνα με τις συνταγματικές επιταγές απέβλεψε στα κέρδη της διαχειριστικής περιόδου 2007, προκειμένου να καθορίσει τα, κατά τη δημοσίευση αυτού, οικονομικώς ισχυρότερα πρόσωπα και να επιβάλει την ειδική εισφορά για την κάλυψη της έκτακτης ανάγκης.

...και ο αντίλογος

Ο προσφεύγων φορολογούμενος και οι παρεμβαίνουσες επιστημονικές ενώσεις «Συνήγορος του Φορολογουμένου» και «Πανελλήνια Ένωση Φοροτεχνών Επιστημόνων - Π.Ε.Φ.Ε.» αντέκρουσαν, δια των πληρεξουσίων τους δικηγόρων τους ισχυρισμούς του Δημοσίου με τα εξής επιχειρήματα:

1) Γίνεται παγίως δεκτό από τη νομολογία ότι η έκτακτη εισφορά αποτελεί φόρο αφού έχει όλα τα εννοιολογικά χαρακτηριστικά του φόρου. Η διάταξη της παρ.2 του άρθρου 78 του Συντάγματος δεν διακρίνει για την απαγόρευση της αναδρομής μεταξύ «τακτικών» και «εκτάκτων» φόρων, ώστε να απαγορεύει την αναδρομή στους «τακτικούς» και να επιτρέπει αυτήν στους «έκτακτους». Συνεπώς μία τέτοια διάκριση δεν έχει συνταγματικό έρεισμα.

Αλλά κι αν ακόμη υποτεθεί ότι η εν λόγω έκτακτη εισφορά δεν είναι φόρος αλλά έκτακτη οικονομική επιβάρυνση, και πάλι εμπίπτει στην απαγόρευση αναδρομής της διάταξης της παραγράφου 2 του άρθρου 78 του Συντάγματος, το οποίο απαγορεύει όχι μόνον την αναδρομή των φόρων αλλά και «οποιουδήποτε άλλου οικονομικού βάρος». Τέτοιο, αναμφιβόλως, οικονομικό βάρος συνιστά και η έκτακτη εισφορά, επομένως και εμπίπτει στην απαγορευτική συνταγματική διάταξη.

2) Εάν ήθελε γίνει δεκτός ο ισχυρισμός του Δημοσίου ότι το εισόδημα επί του οποίου επεβλήθη η έκτακτη οικονομική εισφορά δεν αποτελεί αντικείμενο του φόρου αλλά κριτήριο επί τη βάσει του οποίου επιλέγησαν τα ισχυρότερα οικονομικά πρόσωπα, τότε, σε αυτήν την περίπτωση, ο νόμος που επέβαλε την έκτακτη εισφορά δεν ορίζει αντικείμενο του φόρου, ώστε η διάταξη αυτή είναι ευθέως αντίθετη στη διάταξη του άρθρου 78 παραγράφου 1 και 4 του Συντάγματος, που ορίζουν ότι ο τυπικός νόμος που επιβάλλει φόρο πρέπει να ορίζει το αντικείμενο του φόρου.

Συνεπώς, ο ισχυρισμός του Δημοσίου ότι δεν είχε πιο πρόσφατα οικονομικά στοιχεία για την επιλογή των ισχυρότερων οικονομικά προσώπων κατά τον χρόνο επιβολής του φόρου είναι αβάσιμος.

Η απόφαση υποχρεωτικά πρέπει να δημοσιευθεί εντός διμήνου.

Πηγή: ΑΠΕ-ΜΠΕ