Η σταθερή και πλήρης απασχόληση συνθέτει το 80% της μισθωτής εργασίας, αν και τα τελευταία χρόνια παρατηρείται έντονη τάση αύξησης της ποικιλίας των μορφών ευέλικτης απασχόλησης. Αυτό αποτελεί το βασικό συμπέρασμα της έρευνας για τις εργασιακές σχέσεις που παρουσίασε σήμερα η ΓΣΕΕ.
Σύμφωνα με την έρευνα που πραγματοποίησε το Ινστιτούτο Εργασίας της ΓΣΕΕ σε πάνω από 2.000 επιχειρήσεις στις μορφές ευέλικτης απασχόλησης, κυριαρχεί η προσωρινή απασχόληση (συμβάσεις ορισμένου χρόνου, εποχική εργασία) με ποσοστό 15%. Η μερική απασχόληση διατηρείται σε χαμηλά επίπεδα (4%). Ομοίως η χρήση της τηλεεργασίας και του «δανεισμού» εργαζομένων προς το παρόν απλώς καταγράφονται, δεν απασχολούν σημαντικό δυναμικό αν και εμφανίζονται τάσεις πιθανής ανάπτυξής τους στο μέλλον.
Ως σημαντική μορφή ευελιξίας καταγράφεται η εργολαβία και η υπεργολαβία, που αφορά το 1/4 των επιχειρήσεων και κυρίως των μεγάλων επιχειρήσεων. Σημειώνεται ότι η συγκεκριμένη μορφή ευελιξίας καλύπτει πάγιες ανάγκες των επιχειρήσεων, διαβρώνοντας έτσι σημαντικό μέρος της μόνιμης απασχόλησης.
Ως προς την αύξηση της απασχόλησης η σχέση προσλήψεων - απολύσεων κατά το τελευταίο δωδεκάμηνο παρουσιάζεται κατά βάση θετική. Η σύνθεση όμως των νέων προσλήψεων αφορά κατά πλειοψηφία (55%) θέσεις ευέλικτης απασχόλησης και κυρίως εποχικής, δηλαδή η μία στις δύο νέες θέσεις εργασίας που δημιουργούνται είναι επισφαλείς θέσεις προσωρινής απασχόλησης.
Αξίζει επίσης να σημειωθεί ότι η απαλλαγή των επιχειρήσεων που απασχολούν από 90 ως 199 εργαζομένους από την προστασία των ομαδικών απολύσεων είχε ως συνέπεια την ιδιαίτερη αύξηση των απολύσεων στις επιχειρήσεις αυτές, που αντικατέστησαν προσωπικό, κυρίως εργαζομένους άνω των 40 ετών με νέους ευέλικτα απασχολημένους σε ποσοστό άνω του 60%.
Το ίδιο αρνητική είναι η εικόνα που προκύπτει από την έρευνα για τις συνέπειες του νόμου 2874 του 2000 (νόμος Γιαννίτση) για τη συμβολή των κινήτρων προς τους εργοδότες στην αύξηση της απασχόλησης. Μόλις το 6% των επιχειρήσεων που προέβη στο 12% του συνόλου των προσλήψεων επηρεάστηκε για τη δημιουργία νέων θέσεων εργασίας από την αύξηση του κόστους των υπερωριών, την κατάργηση της υπερεργασίας και τη μείωση των εργοδοτικών ασφαλιστικών εισφορών.
Τέλος, ως προς την πολιτική αμοιβών, η πλειοψηφία των επιχειρήσεων φαίνεται να ακολουθεί τις συλλογικές συμβάσεις εργασίας, αν και το 1/4 των επιχειρήσεων εμφανίζεται να ακολουθεί πολιτικές ευελιξίας στις αποδοχές (σύνδεση μισθών -απόδοσης και παραγωγικότητας των εργαζομένων).
Αξίζει επίσης να σημειωθεί ότι στο συνολο των επιχειρήσεων που ερευνήθηκαν υπάρχει συλλογική εκπροσώπηση των εργαζομένων (σωματείο, συμβούλιο εργαζομένων ή Επιτροπή Υγιεινής και Ασφάλειας) μόνο στο 4,3% των επιχειρήσεων.