Τα οικονομικά της αποτελέσματα για το εννεάμηνο του 2002 ανακοίνωσε πριν από λίγο η Alpha Bank. Η ανακοίνωση της τράπεζας έχει ως εξής:
«Συνεχίστηκε και στο τρίτο τρίμηνο του 2002 η ανοδική πορεία της οργανικής κερδοφορίας της Alpha Bank. Τα καθαρά κέρδη σε ενοποιημένη βάση (μετά από φόρους και δικαιώματα μειοψηφίας) της Alpha Bank αυξήθηκαν το Γ΄ τρίμηνο του 2002 κατά 125,7% και διαμορφώθησαν σε 63,2 εκατ. ευρώ έναντι 28 εκατ. ευρω στο Β’ τριμήνου και 23,1 εκατ. ευρώ του Α΄τριμήνου του τρέχοντος έτους.
Σε απλή βάση, τα καθαρά κέρδη προ φόρων ανήλθαν σε 80,9 εκατ. Ευρώ έναντι 47,6 εκατ. Ευρώ το περασμένο τρίμηνο, ήτοι αύξηση 70%.
Η βελτίωση της κερδοφορίας στο δύσκολο χρηματοοικονομικό περιβάλλον που διανύουμε οφείλεται, μεταξύ άλλων, στην αύξηση των καθαρών εσόδων από τόκους (+6%) και των προμηθειών (+13%), καθώς και των καλών αποτελεσμάτων από χρηματοοικονομικές πράξεις (+50%) αλλά και στην μείωση των λειτουργικών εξόδων (-6%).
Η αύξηση της κερδοφορίας αντανακλά την τόνωση των εσόδων πρωτίστως από τραπεζικές εργασίες και την συγκράτηση των εξόδων και ειδικότερα των δαπανών προσωπικού. Η Τράπεζα αναπτύσσεται ταχέως στον τομέα των στεγαστικών και καταναλωτικών δανείων καθώς και σε νέες χρηματοοικονομικές δραστηριότητες με αποτέλεσμα την σταδιακή βελτίωση των περιθωρίων επιτοκίου και την αύξηση των προμηθειών. Ήδη, οι αυξήσεις των στεγαστικών και καταναλωτικών δανείων διαμορφώνονται σε ετήσια βάση στο τέλος Σεπτεμβρίου σε 126% και σε 43% περίπου αντιστοίχως.
Ταυτόχρονα, η αναδιάρθρωση των Καταστημάτων προς την κατεύθυνση καλύτερης εξυπηρετήσεως των διαφόρων τμημάτων πελατείας με εξειδικευμένα προϊόντα και υπηρεσίες συμβάλλει στην κερδοφορία μας όχι μόνο μέσω προσελκύσεως νέας πελατείας και αυξήσεως των πωλήσεων αλλά και εξοικονομήσεως προσωπικού που αξιοποιείται για την επέκταση των εργασιών μας σε νέες δραστηριότητες.
Η Alpha Bank δίδει μεγάλη έμφαση στον περιορισμό του κόστους λειτουργίας σε μια περίοδο συμπιέσεως των εσόδων που σχετίζονται με τις κεφαλαιαγορές και ενόψει των αναγκών για επενδύσεις σε τεχνολογία που είναι απαραίτητες για την μονιμότερη μείωση των δαπανών μακροπρόθεσμα.
Σε σχέση, βεβαίως, με πέρυσι, τα αποτελέσματα επηρεάζονται από την επιδείνωση της αρνητικής συγκυρίας στις κεφαλαιαγορές, που οδήγησε σε συρρίκνωση των χρηματοοικονομικών αποτελεσμάτων και των εσόδων προμηθειών από αμοιβαία κεφάλαια, χρηματιστηριακές εργασίες, αναδοχές, κλπ.
Έτσι, τα καθαρά κέρδη μετά από φόρους και δικαιώματα μειοψηφίας διαμορφώθηκαν στο εννεάμηνο του 2002 σε Ευρώ 114,3 εκατ. έναντι Ευρώ 208,9 εκατ. την αντίστοιχη περίοδο του 2001 (-45.3%). Παρόλα αυτά, το καθαρό έσοδο τόκων είναι αυξημένο σε σχέση με πέρυσι και το ίδιο ισχύει και για τα μη επιτοκιακά έσοδα (προμήθειες, κλπ) εάν δεν περιληφθούν τα αποτελέσματα χρηματοοικονομικών πράξεων. Από τα αποτελέσματα δε του 2002 σε τριμηνιαία βάση προκύπτει επίσης μια σταδιακή ανάκαμψη ακόμη και των εσόδων που σχετίζονται με τις κεφαλαιαγορές που πιστεύουμε ότι θα συνεχισθεί και θα επηρεάσει θετικά τα αποτελέσματά μας το 2003.»