«Βουτιά» έκανε ο δείκτης καταναλωτικής εμπιστοσύνης της Nielsen για την Ελλάδα το τελευταίο εξάμηνο, σημειώνοντας αρνητικό ρεκόρ, όπως προκύπτει από σχετική έρευνα της εταιρείας. Αντιθέτως, ανάκαμψη παρουσίασε ο παγκόσμιος δείκτης. Ιδιαίτερα απαισιόδοξοι εμφανίζονται οι Έλληνες.
«Βουτιά» έκανε ο δείκτης καταναλωτικής εμπιστοσύνης της Nielsen για την Ελλάδα το τελευταίο εξάμηνο, σημειώνοντας αρνητικό ρεκόρ, όπως προκύπτει από σχετική έρευνα της εταιρείας.
Ειδικότερα, η Ελλάδα ήταν η μοναδική χώρα με διψήφια πτώση 15 μονάδων, πέφτοντας για πρώτη φορά στις 57 και επιβεβαιώνοντας την άσχημη οικονομική κατάσταση στην οποία βρίσκεται, τονίζει η Nielsen.
Αντιθέτως, ο παγκόσμιος δείκτης αυξήθηκε κατά έξι μονάδες και έφτασε στα υψηλότερα επίπεδα των τελευταίων 2,5 ετών, υποδηλώνοντας ότι η οικονομία αφήνει πίσω της την κρίση.
Με τους καταναλωτές να έχουν γίνει ξανά πρόθυμοι να ξοδέψουν, η παγκόσμια καταναλωτική εμπιστοσύνη «σκαρφάλωσε» στις 92 μονάδες, σημειώνοντας άνοδο έξι μονάδων σε σχέση με το προηγούμενο εξάμηνο.
Έφτασε, μάλιστα, κοντά στα επίπεδα των 94 μονάδων που είχε ο δείκτης το δεύτερο εξάμηνο του 2007, λίγο πριν ξεσπάσει η χρηματοπιστωτική κρίση.
Σημειώνεται ότι η παγκόσμια καταναλωτική εμπιστοσύνη είχε το χαμηλότερο ποσοστό της το πρώτο εξάμηνο του 2009, πέφτοντας για πρώτη φορά στις 77 μονάδες εξαιτίας της διεθνής οικονομικής ύφεσης που είχε επηρεάσει σχεδόν το σύνολο του πλανήτη. Από τότε όμως ανακάμπτει σταθερά, με αποτέλεσμα 41 από τις 55 χώρες της έρευνας να σημειώνουν άνοδο σε σχέση με το περασμένο εξάμηνο.
Η Ινδία (με 127 μονάδες), η Ινδονησία (με 116) και η Νορβηγία (με 115) παραμένουν οι χώρες με τη μεγαλύτερη αυτοπεποίθηση, ενώ η Λιθουανία (με 46), η Κροατία (με 48) και η Πορτογαλία (με 51) είναι οι πιο απαισιόδοξες χώρες στην υφήλιο. Η Ταϊβάν, η Σιγκαπούρη, το Ισραήλ, το Μεξικό και η Κολομβία παρουσίασαν τη μεγαλύτερη άνοδο.
Ιδιαίτερα εντυπωσιακή ήταν η ανάκαμψη του δείκτη στην Ασία και τη Λατινική Αμερική, σε αντίθεση με τις ΗΠΑ και την Ευρώπη που ήταν αρκετά διστακτική. Οι καταναλωτές της Ασίας ήταν από τους πρώτους που αναγκάστηκαν να κόψουν τα περιττά έξοδα πριν από περίπου 1,5 χρόνο, όμως όσο βελτιώνονται τα οικονομικά των χωρών τους τόσο περισσότερη διάθεση δείχνουν για ψώνια. Αντίστοιχα, στις χώρες της Λατινικής Αμερικής η αισιοδοξία φαίνεται να έχει επανέλθει, επηρεάζοντας θετικά τις αγορές.
Σε αντίθεση, οι ΗΠΑ και η Ευρώπη ταλανίζονται ακόμα από χαμηλή αγοραστική ζήτηση και αυξημένη ανεργία, που ειδικά στην περίπτωση της Ευρώπης συνοδεύεται από τα αυξημένα χρέη πολλών κρατών, που διαβάλλουν τη σταθερότητα του ενιαίου νομίσματος. Αυτό το περιβάλλον θέτει δύσκολους γρίφους για τις εταιρίες και τους λιανέμπορους που οφείλουν να βρουν καινούριες ευκαιρίες ανάπτυξης, αλλά και προϊόντα ικανά να καλύψουν τις μεταβαλλόμενες συνήθειες των καταναλωτών.
Στην Ευρώπη, 19 από τις 28 χώρες είδαν το δείκτη καταναλωτικής εμπιστοσύνης να ενισχύεται, όμως δύο από τις βασικές ευρωπαϊκές αγορές, η Ιταλία και η Γερμανία, σημείωσαν πτώση τριών μονάδων, επιβεβαιώνοντας την αργή ανάκαμψη της Ευρώπης που ακόμα συναντάει δυσκολίες.
Επιπλέον, το 79% των Ευρωπαίων θεωρεί πως η χώρα του βρίσκεται σε ύφεση, ενώ από αυτούς το 51% θεωρεί πως θα παραμείνει και τους επόμενους 12 μήνες.
Ιδιαίτερα απαισιόδοξοι εμφανίζονται οι Έλληνες, καθώς το 85% θεωρεί πως η χώρα βρίσκεται σε ύφεση και από αυτούς το συντριπτικό 80% θεωρεί πως θα συνεχίσει να είναι και του χρόνου. Η οικονομία αποτελεί τη μεγαλύτερη ανησυχία των Ελλήνων με ποσοστό που είναι το μεγαλύτερο σε όλη την Ευρώπη, ενώ το 39% δηλώνει πως με τα χρήματα που του περισσεύουν ξεπληρώνει δάνεια, πιστωτικές κάρτες και χρέη, όταν το μέσο Ευρωπαϊκό ποσοστό είναι μόλις 28%.
Παράλληλα, η συντριπτική πλειοψηφία των Ελλήνων φαίνεται να «κόβει» τα περιττά έξοδα από τη διασκέδαση εκτός σπιτιού και ξοδεύει λιγότερα σε νέα ρούχα. Επιπλέον, ένα σημαντικό ποσοστό εξακολουθεί να επιλέγει φθηνότερες καταναλωτικές μάρκες για να αντεπεξέλθει στην κρίση, επηρεάζοντας πλέον σε βάθος τον κλάδο των εταιρειών και των λιανέμπορων.