Ο μεγαλύτερος κίνδυνος που διατρέχει σήμερα η χώρα προέρχεται από τη δαιμονοποίηση του Μνημονίου από μέρος του πολιτικού συστήματος, του Tύπου, των συνδικάτων, των επαγγελματικών και επιχειρηματικών ομάδων που θίγονται, επισημαίνει το ΙΟΒΕ.
Ο μεγαλύτερος κίνδυνος που διατρέχει σήμερα η χώρα προέρχεται από τη δαιμονοποίηση του Μνημονίου από μέρος του πολιτικού συστήματος, του Tύπου, των συνδικάτων, των επαγγελματικών και επιχειρηματικών ομάδων που θίγονται, επισημαίνει το ΙΟΒΕ στην τριμηνιαία έκθεσή του για την ελληνική οικιονομία.
Το ΙΟΒΕ τονίζει ότι ουδείς από εκείνους οι οποίοι επιχειρούν να δαιμονοποιήσουν το Μνημόνιο προτείνει εναλλακτική λύση, «διότι απλώς δεν υπάρχει».
Όπως υπογραμμίζει το ΙΟΒΕ, «οι επιλογές μας σήμερα συνοψίζονται στο δίλημμα: Μνημόνιο ή χρεοκοπία και εξαθλίωση. Επειδή η επιλογή στο παραπάνω δίλημμα είναι αυτονόητη, το ΙΟΒΕ παρουσιάζει σήμερα μεταβάλλοντας ελαφρά τη δομή της τριμηνιαίας έκθεσής του, μια πλήρη ανάλυση και αποτίμηση του Μνημονίου, προκειμένου να διαφωτίσει και να ενημερώσει την κοινή γνώμη γιΆ αυτό το τόσο σημαντικό τεκμήριο οικονομικής πολιτικής».
Σύμφωνα με το ΙΟΒΕ, το Μνημόνιο αποτελεί: α) Ένα αναγκαίο μεσοπρόθεσμο πρόγραμμα ανάταξης της ελληνικής οικονομίας με συγκεκριμένους στόχους και μέσα πολιτικής. Το πρόγραμμα αυτό καλύπτει τέσσερις τομείς, αντιμετωπίζοντας τα αντίστοιχα προβλήματα: δημοσιονομικό, ασφαλιστικό, ανταγωνιστικότητα, ευστάθεια χρηματοπιστωτικού συστήματος,
β) Προϋπόθεση για την εκταμίευση του διαθέσιμου ποσού έκτακτης βοήθειας των 110 δισ. ευρώ, σε μια περίοδο που οι διεθνείς χρηματοπιστωτικές αγορές είναι ερμητικά κλειστές για την Ελλάδα.
Το ΙΟΒΕ θεωρεί ότι η εφαρμογή του Μνημονίου είναι το διαβατήριο για την έξοδο της Ελλάδας από την επικίνδυνη ζώνη της χρεοκοπίας και της εξαθλίωσης των πλέον ευάλωτων τμημάτων του πληθυσμού της.
Σημειώνει πάντως πως «δεν αποτελεί πανάκεια» ενώ επισημαίνει πως αφήνει πολλά σημαντικά ζητήματα ανοιχτά ώστε να σχεδιαστούν και εφαρμοστούν από την ελληνική κυβέρνηση με ορίζοντα δεκαετίας: Ζητήματα κυρίως θεσμικά, διαρθρωτικά, κοινωνικής πολιτικής.
Το ΙΟΒΕ επισημαίνει ακόμη ότι είχε αποστείλει στις 21 Ιανουαρίου του τρέχοντος έτους ανοικτή επιστολή στον Πρωθυπουργό, επισημαίνοντας τους κινδύνους και την ανάγκη αλλαγής της ακολουθούμενης τότε οικονομικής πολιτικής.
Αναφερόμενο στα αίτια της κρίσης στη χώρα, το ΙΟΒΕ αναφέρει πως έχει προέλθει κυρίως από λάθη και παραλείψεις της ίδιας της χώρας, ενώ τονίζει πως πρόκειται για κρίση διπλή: δημοσιονομική και ανταγωνιστικότητας, και οφείλεται σε μεγάλο βαθμό στην αλόγιστη επέκταση και δυσλειτουργία του κράτους.
Ειδικότερα, στην έκθεση σημειώνεται πως:
Η ελληνική οικονομία βρίσκεται στη σημερινή εξαιρετικά δυσάρεστη κατάσταση ως αποτέ-λεσμα (α) της διόγκωσης του μη παραγωγικού δημόσιου τομέα εις βάρος του ιδιωτικού, (β) της καταστρατήγησης κάθε έννοιας ανταγωνισμού, αξιολόγησης και παροχής κινήτρων για βέλτιστη απόδοση εντός των ποικίλων δραστηριοτήτων του δημόσιου τομέα, (γ) της επιβολής αναρίθμητων περιορισμών στην επιχειρηματικότητα (κλειστά επαγγέλματα, ωράρια λειτουργίας, υποχρεωτικά ποσοστά κέρδους, πολύπλοκες διαδικασίες αδειοδότησης, ρυθμίσεις και κανονισμοί αναχρονιστικού περιεχομένου), (δ) της δημιουργίας ενός θνησιγενούς και κοινωνικά άδικου ασφαλιστικού συστήματος, κυρίως όμως (ε) ως αποτέλεσμα της πλήρους απώλειας ελέγχου των δαπανών και των εσόδων του προϋπολογισμού από το 2007 έως το 2009.
Το ΙΟΒΕ αποκλείει το ενδεχόμενο αναδιάρθρωσης του δημόσιου χρέους, εκτιμώντας πως η δημιουργία, εκ νέου, πρωτογενών δημοσιονομικών πλεονασμάτων της τάξης του 6% του ΑΕΠ όπως προβλέπεται στο Μνημόνιο, πιθανότατα θα πείσει τις χρηματοπιστωτικές αγορές για το αξιόχρεο του Ελληνικού δημοσίου. Επομένως, προσθέτει, η αναχρηματοδότηση του δημοσίου χρέους θα μπορεί να συνεχιστεί κανονικά μετά το 2012.
Αναφερόμενο στο ενδεχόμενο οι χρηματοπιστωτικές αγορές να συνεχίσουν και τότε να δυσλειτουργούν ή να δυσπιστούν, θεωρεί «πολύ πιο πιθανό» να επεκταθεί η διάρκεια της χρηματοδότησης της Ελλάδας από την τρόικα για μια ακόμα τριετία, παρά να αναγκαστεί η χώρα να προβεί σε οποιουδήποτε είδους αναδιάρθρωση χρέους. Επισημαίνει πάντως πως η αναδιάρθρωση χρέους «βεβαίως και δε θα μπορούσε να είχε αποφευχθεί χωρίς την παρέμβαση της τρόικας».