Ως μία δεύτερη ευκαιρία στα υπερχρεωμένα νοικοκυριά χαρακτήρισε το νομοσχέδιο για τη «Ρύθμιση των Οφειλών Υπερχρεωμένων Φυσικών Προσώπων» η υπουργός Οικονομίας, Ανταγωνιστικότητας και Ναυτιλίας Λούκα Κατσέλη, ζητώντας ευρεία κοινοβουλευτική υποστήριξη.
Ως μία δεύτερη ευκαιρία στα υπερχρεωμένα νοικοκυριά χαρακτήρισε το νομοσχέδιο για τη «Ρύθμιση των Οφειλών Υπερχρεωμένων Φυσικών Προσώπων» η υπουργός Οικονομίας, Ανταγωνιστικότητας και Ναυτιλίας Λούκα Κατσέλη, ζητώντας ευρεία κοινοβουλευτική υποστήριξη.
Στη διάρκεια της συζήτησης επί του νομοσχεδίου στην αρμόδια Επιτροπή Παραγωγής και Εμπορίου της Βουλής, η κ. Κατσέλη υπογράμμισε ότι «πρόκειται για ένα σχέδιο νόμου που δίνει την προοπτική απεγκλωβισμού των υπερχρεωμένων καταναλωτών και επαγγελματιών από την υπερχρέωση και τη δυνατότητα να πραγματοποιήσουν πλέον ένα νέο οικονομικό ξεκίνημα, χωρίς τα ανυπέρβλητα βάρη του παρελθόντος».
Πρόσθεσε μάλιστα ότι «στις κρίσιμες συνθήκες που βρισκόμαστε, η Πολιτεία έχει μεγαλύτερο ακόμη χρέος να στηρίξει τους αδύναμους συμπολίτες μας, να τους διασφαλίσει ανθρώπινες συνθήκες διαβίωσης, να προάγει την επανένταξη και συμμετοχή τους στην οικονομική και κοινωνική δραστηριότητα. Και σε αυτό το χρέος ανταποκρίνεται με το παραπάνω σχέδιο νόμου.
Αναδεικνύοντας τις διαστάσεις του προβλήματος η υπουργός παρουσίασε στοιχεία, σύμφωνα με τα οποία το Δεκέμβριο του 2009 ο δείκτης καθυστερήσεων διαμορφώθηκε στο 7,7% έναντι 5% στο τέλος του 2008 και μόλις 4,5% στο τέλος του 2007, ενώ οι καθυστερήσεις ανήλθαν στο 7,4% στα στεγαστικά (έναντι 5,3% το Δεκέμβριο 2008) και στο 13,4% στα καταναλωτικά δάνεια (από 8,2 το Δεκέμβριο 2008).
Σε αυτό το πλαίσιο, η κ. Κατσέλη ζήτησε ευρεία κοινοβουλευτική υποστήριξη, προκειμένου, όπως είπε, να σταλεί ένα σαφές μήνυμα στην ελληνική κοινωνία: «ότι, δηλαδή, η Πολιτεία βρίσκεται σταθερά στο πλευρό των δοκιμαζόμενων πολιτών που χρειάζονται τη στήριξή της».
Επί της ουσίας του νομοσχεδίου, εξήγησε ότι «δίνει τη δυνατότητα στους υπερχρεωμένους πολίτες που έχουν περιέλθει σε αποδεδειγμένη μόνιμη αδυναμία να εξυπηρετήσουν τα χρέη τους, να ρυθμίσουν με απόφαση του ειρηνοδικείου, την εξόφληση ενός μέρους των χρεών τους για τέσσερα χρόνια, και εφόσον ανταποκριθούν στη ρύθμιση να απαλλαγούν από το υπόλοιπο των χρεών τους».
Συνεχίζοντας ανέφερε ότι με το σχέδιο νόμου ρυθμίζονται όλα τα χρέη προς τράπεζες (καταναλωτικά, στεγαστικά, επαγγελματικά) καθώς και όλα τα χρέη προς τρίτους, με εξαίρεση οφειλές από αδικοπραξία που διαπράχθηκε με δόλο, διοικητικά πρόστιμα, χρηματικές ποινές, οφειλές από φόρους και τέλη προς το Δημόσιο και εισφορές προς τους οργανισμούς κοινωνικής ασφάλισης, ενώ ο οφειλέτης μπορεί να αξιοποιήσει τον νόμο για τη ρύθμιση χρεών και απαλλαγή μόνο μία φορά στη ζωή του.
Επιπλέον, στις ρυθμίσεις του σχεδίου νόμου υπάγονται όλα τα φυσικά πρόσωπα, καταναλωτές και επαγγελματίες, με εξαίρεση τους εμπόρους, οι οποίοι όμως έχουν από την υφιστάμενη νομοθεσία τη δυνατότητα να προσφύγουν στη διαδικασία του πτωχευτικού κώδικα.
Το σχέδιο νόμου υποχρεώνει επίσης τα μέρη (οφειλέτη και πιστωτές) να επιδιώξουν μία συμβιβαστική λύση, τόσο πριν την υποβολή της αίτησης στο δικαστήριο όσο και μετά από αυτή.
Εξωδικαστικός συμβιβασμός
O Συνήγορος του Καταναλωτή ή Επιτροπή Φιλικού Διακανονισμού, που λειτουργεί ήδη σε κάθε νομαρχία ή Ένωση Καταναλωτών ή δικηγόρος ή άλλος δημόσιος φορέας που συνδράμει καταναλωτές σε ζητήματα υπερχρέωσης, αναλαμβάνει την προσπάθεια συμβιβασμού πριν την υποβολή της αίτησης για τον οφειλέτη.
Δικαστικός συμβιβασμός
Ο δικαστικός συμβιβασμός μπορεί να επιτευχθεί ακόμη κι αν δεν συμφωνούν όλοι οι πιστωτές, αλλά συμφωνούν μόνο πιστωτές με απαιτήσεις που υπερβαίνουν το ήμισυ των οφειλών.
Το δικαστήριο μπορεί να υποκαταστήσει τη συναίνεση των αντιτιθεμένων εφόσον κρίνει ότι ο συμβιβασμός δεν επιδεινώνει τη θέση τους και εξασφαλίζεται η σύμμετρη ικανοποίησή τους. Για το συμβιβασμό θα πρέπει πάντως να συμφωνούν οι ενυπόθηκοι δανειστές.
Το σχέδιο νόμου δίνει επίσης διαπραγματευτική δύναμη στους υπερχρεωμένους απέναντι στους πιστωτές του και δημιουργεί κίνητρα και στις δύο πλευρές για μία συμβιβαστική διευθέτηση των οφειλών.
Επιπλέον, ο οφειλέτης, του οποίου οι οφειλές ρυθμίζονται, αναλαμβάνει την υποχρέωση να καταβάλλει κάθε μήνα και για χρονικό διάστημα τεσσάρων ετών ένα μέρος του εισοδήματός του στους πιστωτές. Το ποσόν που θα καταβάλει καθορίζεται από το δικαστήριο με βάση το εισόδημά του και αφού ληφθούν υπόψη οι βιοτικές ανάγκες του ιδίου και των προστατευομένων μελών της οικογενείας του.
Το μέρος του χρέους που θα εξοφλήσει ο οφειλέτης εξαρτάται λοιπόν από το εισόδημα που διαθέτει και τις πραγματικές του δυνατότητες. Δεν ορίζεται στο σχέδιο νόμου κάποιο ελάχιστο ποσοστό χρέους που θα πρέπει να ξοφλήσει. Το δικαστήριο μπορεί ακόμη και να απαλλάξει τον οφειλέτη από την υποχρέωση να καταβάλει μηνιαία ένα ορισμένο ποσόν όταν αυτός βρίσκεται σε εξαιρετικά δυσχερή θέση (π.χ. λόγω ανεργίας, προβλημάτων υγείας), επανεξετάζοντας όμως κάθε φορά την κατάσταση μετά από έξι περίπου μήνες.
Η ακίνητη περιουσία του οφειλέτη ρευστοποιείται από το σύνδικο που ορίζει το δικαστήριο για να πληρωθούν χρέη προς τους πιστωτές. Όμως, ο οφειλέτης έχει τη δυνατότητα να εξαιρέσει από τη ρευστοποιήσιμη περιουσία την κύρια κατοικία του, εφόσον αυτή δεν υπερβαίνει σε εμβαδόν το προβλεπόμενο από τις ισχύουσες διατάξεις όριο αφορολόγητης απόκτησης πρώτης κατοικίας, προσαυξημένο κατά τριάντα τοις εκατό.
Προϋπόθεση είναι να αναλάβει ο οφειλέτης με το μέσο επιτόκιο ενός στεγαστικού δανείου, για χρονικό διάστημα που μπορεί να φθάνει μέχρι 20 έτη την εξυπηρέτηση χρεών που αντιστοιχούν στο 85% της εμπορικής αξίας της κατοικίας. Αν δεν τηρήσει την εξυπηρέτηση αυτού του χρέους (εμφανίζει καθυστερήσεις μεγαλύτερες των δύο μηνών), προχωρούν οι διαδικασίες αναγκαστικής εκτέλεσης.
Η απαλλαγή από το υπόλοιπο των χρεών επέρχεται εφόσον παρέλθουν τα τέσσερα έτη και έχει τηρήσει ο οφειλέτης τις υποχρεώσεις της ρύθμισης, είναι δηλαδή ανεξάρτητη από την εξυπηρέτηση του πρόσθετου χρέους για τη διάσωση της κύριας κατοικίας.