Ο φόρος για τους ρυθμισθέντες ημιυπαίθριους χώρους δεν επιβάλλεται αναδρομικά, διευκρινίζει το υπουργείο Οικονομικών σε εγκύκλιό του για φορολόγηση των ημιυπαίθριων και βοηθητικών χώρων.
Ο φόρος για τους ρυθμισθέντες ημιυπαίθριους χώρους δεν επιβάλλεται αναδρομικά, διευκρινίζει το υπουργείο Οικονομικών σε εγκύκλιό του για τη φορολόγηση των ημιυπαίθριων και βοηθητικών χώρων.
Όπως μεταξύ άλλων επισημαίνεται στην εν λόγω εγκύκλιο, με την υπ' αριθ. 622/2004 Γνωμοδότηση του Νομικού Συμβουλίου του Κράτους, έγινε δεκτό ότι κρίσιμος χρόνος για τη διαπίστωση διαμόρφωσης ημιυπαίθριου ή βοηθητικού χώρου σε χώρο κύριας χρήσης είναι ο χρόνος φορολογίας, δηλαδή ο χρόνος σύνταξης του μεταβιβαστικού συμβολαίου (αγοράς, δωρεάς, γονικής παροχής) ή ο χρόνος θανάτου.
Κατά συνέπεια, τονίζεται, δεν είναι σύννομη η επιβολή φόρου σε περίπτωση διαμόρφωσης ημιυπαίθριου ή βοηθητικού χώρου σε κλειστό χώρο ή χώρο κύριας χρήσης σε χρόνο μεταγενέστερο του χρόνου φορολογίας.
Όσον αφορά τη διαπίστωση του χρόνου, κατά τον οποίο διαμορφώθηκε ο ημιυπαίθριος ή βοηθητικός χώρος σε χώρο κύριας χρήσης, το βάρος απόδειξης φέρει η φορολογούσα αρχή και δεν υποχρεούται ο φορολογούμενος σε απόδειξη αρνητικού γεγονότος.
Επίσης, με τη με αριθ. 1026525/83/Β0013/ΠΟΛ. 1046/9-3-2005 εγκύκλιο του υπουργείου, διευκρινίστηκε ότι για τις υποθέσεις στις οποίες ο έλεγχος πραγματοποιείται σε χρόνο μεταγενέστερο του χρόνου φορολογίας και πέραν του προβλεπόμενου διμήνου από την υποβολή της οικείας δήλωσης (π.χ. στο τέλος του χρόνου παραγραφής), εφόσον δεν αποδεικνύεται από τα στοιχεία της φορολογικής αρχής, η διαμόρφωση του ημιυπαίθριου χώρου σε χώρο κύριας χρήσης (κατά το χρόνο φορολογίας), δεν υφίσταται για το χώρο αυτό φορολογική υποχρέωση και, αν τυχόν στην εκδοθείσα πράξη έχει περιληφθεί η αξία των ημιυπαίθριων χώρων, εφόσον η υπόθεση βρίσκεται στο στάδιο της διοικητικής επίλυσης της διαφοράς, θα πρέπει να γίνει τροποποίηση ή ακύρωση εν όλω ή εν μέρει της οικείας πράξης.
Στοιχεία από τα οποία μπορεί να τεκμηριωθεί η ύπαρξη «κλειστού» ημιυπαίθριου χώρου είναι η ύπαρξη ιδιωτικού συμφωνητικού (π.χ. μισθωτήριο συμβόλαιο, προσύμφωνο μεταβίβασης του ακινήτου αυτού) ή άλλου εγγράφου, από το οποίο να προκύπτει με αντικειμενικό τρόπο η πραγματική κατάσταση του ακινήτου κατά τον κρίσιμο χρόνο φορολογίας.
Κατά συνέπεια, σε όσες περιπτώσεις δεν υπάρχουν στη διάθεση της φορολογικής αρχής γραπτά αποδεικτικά στοιχεία, από τα οποία να προκύπτει η διαμόρφωση των ανωτέρω χώρων σε χώρους κύριας χρήσης ήδη από το χρόνο φορολογίας, δεν είναι σύννομη η έκδοση καταλογιστικής πράξης.
Επίσης, διευκρινίζεται ότι η τυχόν πολεοδομική ρύθμιση των ανωτέρω χώρων κατά το ν. 3843/2010 δε συνιστά αποδεικτικό στοιχείο για τη διαμόρφωση των χώρων αυτών σε χώρους κύριας χρήσης κατά τον κρίσιμο χρόνο μεταβίβασης και, κατ' επέκταση, δεν επιβάλλεται φόρος αναδρομικά για τους ρυθμισθέντες χώρους.