ΕΠΤΑ μέλη της επιτροπής που είναι αρμόδια για τη χάραξη της νομισματικής πολιτικής της Τράπεζας της Αγγλίας ψήφισαν την περασμένη εβδομάδα υπέρ της διατήρησης του βασικού επιτοκίου στο 4%, στο χαμηλότερο επίπεδο από το 1964, σύμφωνα με την ανακοίνωση που δόθηκε σήμερα στη δημοσιότητα http://www.bankofengland.co.uk/mpc/mpc0211.pdf .
Αντιθέτως, δύο μέλη της επιτροπής, ο Κρίστοφερ Αλσοπ και ο Στίβεν Νίκελ, τάχθηκαν για δεύτερη κατά σειρά συνεδρίαση υπέρ της μείωσης των επιτοκίων κατά 25 μονάδες βάσης.
Αιτιολογώντας την απόφαση τους, τα επτά μέλη της εν λόγω επιτροπής ανέφεραν ότι δεν συντρέχουν λόγοι χαλάρωσης της νομισματικής πολιτικής, καθώς η βρετανική οικονομία παρουσιάζει τάσεις ανάκαμψης μετά την ύφεση που εμφάνισε πέρυσι, ενώ ο πληθωρισμός παραμένει υπό έλεγχο.
Επικαλέστηκαν επίσης τις αυξημένες καταναλωτικές δαπάνες και επισήμαναν ότι ενδεχόμενη μείωση των επιτοκίων ίσως οδηγούσε σε νέες αυξήσεις των τιμών των ακινήτων, κάτι που θα υπονόμευε μακροπρόθεσμα την αγοραστική δύναμη των βρετανών καταναλωτών. Υπογραμμίζουν, ωστόσο, ότι υπάρχει περιθώριο για μείωση των επιτοκίων στο μέλλον, εάν χρειαστεί.
Από την άλλη πλευρά, τα μέλη της επιτροπής που τάχθηκαν υπέρ της μείωσης των επιτοκίων ανέφεραν ότι η ανάκαμψη της παγκόσμιας οικονομίας συντελείται με ρυθμό βραδύτερο από τις αρχικές εκτιμήσεις της τράπεζας, οι επενδύσεις των επιχειρήσεων περιορίζονται, ενώ οι δαπάνες των καταναλωτών υπάρχει κίνδυνος να μειωθούν.
Σημειώνεται ότι στη συνεδρίαση της επιτροπής τον Οκτώβριο, υπέρ της μείωσης των επιτοκίων είχαν ταχθεί τρία μέλη έναντι δύο μελών στη συνεδρίαση της προηγούμενης εβδομάδας. Το γεγονός αυτό, σύμφωνα με εκτιμήσεις αναλυτών, αποτελεί ένδειξη ότι η Τράπεζα της Αγγλίας δεν αναμένεται να προβεί σε χαλάρωση της νομισματικής της πολιτικής μέχρι το τέλος του τρέχοντος έτους.
Στο τρίτο τρίμηνο, η βρετανική οικονομία αναπτύχθηκε με τους ταχύτερους ρυθμούς στη διάρκεια της τελευταίας διετίας στηριζόμενη από την ισχύ του τομέα παροχής υπηρεσιών, ενώ ο πληθωρισμός και η ανεργία παραμένουν σε επίπεδα πολύ χαμηλότερα από το μέσο ευρωπαϊκό όρο.
Σύμφωνα με στοιχεία της Εθνικής Στατιστικής Υπηρεσίας της χώρας, το βρετανικό ακαθάριστο εγχώριο προϊόν αναπτύχθηκε με ρυθμό της τάξης του 0,7% στο τρίτο τρίμηνο από το 0,6% του δεύτερου τριμήνου. Το ποσοστό ήταν υψηλότερο από το 0,6% που αναμενόταν από τις αγορές, ενώ πρόκειται για τους καλύτερους ρυθμούς ανάπτυξης από το δεύτερο τρίμηνο του 2000.
Ωστόσο, παρά τους ισχυρούς ρυθμούς ανάπτυξης, οικονομολόγοι έχουν προβλέψει ότι το βρετανικό ΑΕΠ θα αυξηθεί με ρυθμό μόλις 1,5% το 2002, ποσοστό που έρχεται σε αντίθεση με τις επίσημες κυβερνητικές προβλέψεις που κάνουν λόγο για ανάπτυξη 2% έως 2,5%.