Tην άμεση απεμπλοκή από τους όρους του μνημονίου που έχει συνάψει η χώρα με την ΕΕ και το ΔΝΤ ή την ουσιαστική αλλαγή των όρων αυτών ζητά το ΕΒΕΑ.
Tην άμεση απεμπλοκή από τους όρους του μνημονίου που έχει συνάψει η χώρα με την ΕΕ και το Διεθνές Νομισματικό Ταμείο ή την ουσιαστική αλλαγή των όρων αυτών ζητά το Εμπορικό και Βιομηχανικό Επιμελητήριο Αθήνας (ΕΒΕΑ). Σε υπόμνημά του προς των Πρωθυπουργό και τους πολιτικούς αρχηγούς, το Επιμελητήριο σημειώνει πως το μνημόνιο συνιστά «μια τοκογλυφική διαδικασία επιβολής εύκολων, ισοπεδωτικών και αναποτελεσματικών επιλογών» και ασκεί δριμεία κριτική στην ακολουθούμενη πολιτική της κυβέρνησης.
Επιπλέον, το ΕΒΕΑ αναφέρει ότι ο στόχος της δημοσιονομικής εξυγίανσης δεν μπορεί να επιτευχθεί μόνο με την υπερφορολόγηση και τις οριζόντιες περικοπές ενώ ζητάει και από τον επιχειρηματικό κόσμο να ξεφύγει από την κρατικοδίαιτη λογική.
Αν και υπογραμμίζει την ανάγκη δημοσιονομικής εξυγίανσης της Ελλάδας, επισημαίνει πως από την πρώτη στιγμή της ανακοίνωσης ορισμένων πολιτικών και μέτρων που περιέχονται στο μνημόνιο, και με τις οποίες επιχειρείται η δημοσιονομική εξυγίανση, το Επιμελητήριο εξέφρασε τις αντιρρήσεις του.
Αναλυτικά στο υπόμνημα σημειώνει ότι:
«Αν και ο τελικός στόχος του μνημονίου βρίσκει σύμφωνο τον επιχειρηματικό κόσμο, ορισμένες από τις, επί μέρους, ρυθμίσεις του - έστω και με την κατάλληλη, για επικοινωνιακούς λόγους, διόγκωση των προσδοκώμενων αποτελεσμάτων-, είναι βέβαιο ότι εμποδίζουν κάθε προσπάθεια ανάκαμψης της ελληνικής οικονομίας, υπονομεύοντας τον ίδιο το στόχο της δημοσιονομικής εξυγίανσης. Η συνολική, πολιτική που επιβάλλει το Μνημόνιο, με τις αντιφάσεις, τις υπερβολές, τις παρενέργειες και τις αδικίες του, όχι μόνον δεν αφήνει καμία ελπίδα βελτίωσης της κατάστασης, αλλά αναιρεί και τις όποιες θετικές εξελίξεις θα μπορούσαν να προεξοφληθούν από μια "κλασσική" εθνική εκσυγχρονιστική πρωτοβουλία.
Όπως διαφάνηκε μέχρι σήμερα, το Μνημόνιο δεν αποτελεί συνολική μεταρρυθμιστική προσπάθεια, αλλά μια τοκογλυφική διαδικασία επιβολής εύκολων, ισοπεδωτικών και αναποτελεσματικών επιλογών που, αντί να εκσυγχρονίζουν, κατεδαφίζουν, αντί να αναπροσανατολίζουν, αποσυνθέτουν και αντί να εξοικονομούν πόρους, προσθέτουν φτώχεια, διευρύνουν ανισότητες και αποδυναμώνουν ελπίδες και προοπτικές.
»Αντί του εμπλουτισμού της Δημόσιας Διοίκησης με άξια στελέχη, ώστε να βελτιωθεί η παραγωγικότητά της, επιβάλλεται γενικό πάγωμα αμοιβών, αντί της πάταξης της φοροδιαφυγής με τη διεύρυνση της φορολογικής βάσης, επιβάλλονται έκτακτες εισφορές στους συνεπείς φορολογούμενους και διαδοχικές αυξήσεις της έμμεσης φορολογίας, αντί της ανάκλησης σκανδαλωδώς προκλητικών συντάξεων, περικόπτονται τα δώρα των χαμηλόμισθων. Επίσης, στερείται ίχνους αναπτυξιακής φιλοσοφίας και αντιμετωπίζει μυωπικά το θέμα της μειωμένης ανταγωνιστικότητας, προδιαγράφοντας την αδυναμία υλοποίησης των τεθέντων στόχων.
Τέλος, επιβάλλει θυσίες, χωρίς προηγούμενη ορθολογική αξιολόγηση των σχετικών αναγκών, με συνέπεια, αχρείαστες στερήσεις και βίαιες προσαρμογές σε περιορισμένα χρονικά όρια.
Επειδή, για τους λόγους αυτούς, το Μνημόνιο, αποτελεί τροχοπέδη ανάπτυξης και εξορθολογισμού, επιβάλλεται κατά την άποψη του ΕΒΕΑ:
ή η άμεση απεμπλοκή από τους όρους του,
ή η ουσιαστική αλλαγή των όρων αυτών.
Η πλέον άμεση αλλαγή που απαιτείται είναι αυτή του φορολογικού καθεστώτος. Η αύξηση των φόρων έχει επιφέρει κάθετη μείωση της κατανάλωσης, με αποτέλεσμα να χάνονται δισεκατομμύρια ευρώ από τα δημόσια ταμεία. Επιπλέον, η αύξηση των φόρων για τα μερίσματα στις επιχειρήσεις, σε συνδυασμό με τις συνεχείς έκτακτες εισφορές, δημιουργούν μείζον ανταγωνιστικό μειονέκτημα για όλες τις επιχειρήσεις που έχουν επιλέξει ως έδρα τους την Ελλάδα. Λειτουργούν, παράλληλα, ως σοβαρό αντικίνητρο για οποιαδήποτε ξένη επιχείρηση θα επιθυμούσε να δραστηριοποιηθεί και να επενδύσει στη χώρα μας.
Κυβέρνηση και κόμματα θα πρέπει να συνειδητοποιήσουν, όσο είναι ακόμα καιρός, ότι για να επιστρέψει η ελληνική οικονομία σε θετικούς ρυθμούς ανάπτυξης, ο ιδιωτικός τομέας θα πρέπει να λειτουργήσει επιτέλους σε ένα ανταγωνιστικό περιβάλλον.
Με τους υψηλούς φορολογικούς συντελεστές, τις έκτατες εισφορές, το ΦΠΑ στα ύψη και τη δαιμονοποίηση της περιουσίας και του κέρδους που έχει επιβάλλει το πολιτικό σύστημα στην Ελλάδα, επενδύσεις και ανάπτυξη δεν πρόκειται να έχουμε. Αν σε αυτά τα προβλήματα προστεθεί η κάθετη πτώση της κατανάλωσης και τα προβλήματα ρευστότητας των ελληνικών επιχειρήσεων, γίνεται προφανές ότι οι επόμενοι μήνες θα φέρουν βαθύτερη ύφεση και υψηλότερη ανεργία, αντί για την ανάπτυξη που έχει ανάγκη η χώρα μας.
Η πολιτική που εφαρμόζεται οδηγεί σε πλήρες αδιέξοδο. Δεν είναι τυχαίο ότι, ακόμα και μετά την φορολογική καταιγίδα που ενέσκηψε στην Ελλάδα, οι διεθνείς τράπεζες αρνούνται να χρηματοδοτήσουν την ελληνική οικονομία. Έτσι, το ελληνικό spread έχει εκτιναχθεί και πάλι πάνω από τις 900 μονάδες.
Χρειάζεται εδώ και τώρα αλλαγή πολιτικής. Η Ελλάδα χρειάζεται να επιστρέψει και πάλι σε τροχιά ανάπτυξης. Για να γίνει αυτό, απαιτείται η στήριξη και όχι η αποδυνάμωση του ιδιωτικού τομέα της οικονομίας.
Η κυβέρνηση οφείλει:
Πρώτον, να μειώσει τους φορολογικούς συντελεστές για τις επιχειρήσεις. Σε περίοδο ύφεσης, περισσότεροι φόροι σημαίνουν λιγότερα έσοδα για το κράτος. Σημαίνουν αύξηση και όχι μείωση της φοροδιαφυγής. Η κυβέρνηση χρειάζεται να στηριχθεί στη λογική και όχι σε δογματικές αντιλήψεις, που πηγάζουν από το παρελθόν και οδηγούν στο σημερινό αδιέξοδο. Κανένας νέος αναπτυξιακός νόμος δεν μπορεί να προσελκύσει ιδιωτικές επενδύσεις, όταν οι νέες επιχειρήσεις θα καλούνται να πληρώνουν 4 φορές υψηλότερους φόρους, σε σύγκριση με γειτονικές μας χώρες, αλλά και εργοδοτικές εισφορές που κατατάσσονται ανάμεσα στις υψηλότερες σε όλη την Ευρώπη.
Δεύτερον, η περικοπή των κρατικών δαπανών δεν μπορεί να αφορά το Πρόγραμμα Δημοσίων Επενδύσεων και την υλοποίηση του ΕΣΠΑ. Το αντίθετο χρειάζεται να γίνει. Ήδη το Πρόγραμμα Δημοσίων Επενδύσεων στο πρώτο επτάμηνο είναι μειωμένο κατά 36,3% σε σχέση με πέρυσι. Το κράτος δεν πληρώνει τις υποχρεώσεις του προς τον ιδιωτικό τομέα της οικονομίας. Οι επιστροφές φόρων καθυστερούν. Το ΤΕΜΠΜΕ έχει βαλτώσει. Υπό αυτές τις συνθήκες, δεν μπορούμε να ελπίζουμε σε ανάκαμψη.
Τρίτον, απαιτείται άμεση προώθηση συγκεκριμένων αναπτυξιακών έργων και πολιτικών, όπως: η ανάπτυξη του νέου δικτύου οπτικών ινών, η ορθολογική και ρεαλιστική αξιοποίηση της έκτασης του Ελληνικού, η αξιοποίηση των περιφερειακών αεροδρομίων και λιμένων, η δημιουργία σύγχρονων μαρίνων, η κατασκευή θεματικών πάρκων και χώρων άθλησης σε επιλεγμένες περιοχές, η κατασκευή εμπορευματικών κέντρων, οι Νέοι Αυτοκινητόδρομοι Αττικής, το νέο Αεροδρόμιο στο Καστέλι της Κρήτης, η εφαρμογή του νέου χωροταξικού σχεδιασμού και των ειδικών χωροταξικών πλαισίων, η απελευθέρωση της αγοράς ενέργειας, η διαχείριση των απορριμμάτων και η αναμόρφωση και η πλήρης αποκρατικοποίηση του τραπεζικού συστήματος. Όταν ο εθνικός στόχος είναι η ανάπτυξη, πολιτικές και έργα όπως τα παραπάνω οφείλουν να προχωρούν ταχύτατα και όχι με ρυθμούς χελώνας, όπως συμβαίνει μέχρι σήμερα.
Τέταρτον, χρειάζεται ριζική μεταρρύθμιση της δημόσιας διοίκησης, τόσο για τον υγιή περιορισμό των κρατικών δαπανών, όσο και για την αύξηση της παραγωγικότητας. Σχεδόν ένα χρόνο μετά την ανάληψη της εξουσίας από τη νέα κυβέρνηση, το κράτος λειτουργεί χειρότερα και όχι καλύτερα σε σχέση με πριν. Η μεταρρύθμιση στη δημόσια διοίκηση οφείλει στηριχτεί σε πέντε άξονες:
Α) Ριζική αναδιοργάνωση φορέων, υπηρεσιών και διευθύνσεων/τμημάτων, με μείωση των οργανικών μονάδων κατά 40%.
Β) Δραστική απλούστευση και κεντροποίηση των διαδικασιών, με στόχο τη μείωση των αναγκών σε προσωπικό, τουλάχιστον κατά 20%.
Γ) Ευρεία αναδιάταξη και αξιοποίηση του προσωπικού-χωρίς απολύσεις αλλά με μετατάξεις- ιδίως εάν εφαρμοστούν σωστά οι δύο παραπάνω πολιτικές, με στόχο τη βελτίωση των υπηρεσιών προς το πολίτη.
Δ) Εκσυγχρονισμός προμηθειών, με την εφαρμογή βέλτιστων πρακτικών, όπως η αντικειμενική διαβάθμιση προτεραιότητας των αναγκών, η ανάπτυξη ρεαλιστικών προδιαγραφών, η τυποποίηση και η συγκέντρωση ομοειδών υλικών και υπηρεσιών και οι αδιάβλητες ταχείες διαδικασίες, όπως οι ηλεκτρονικές δημοπρασίες, με μείωση του κόστους προμηθειών του Δημοσίου κατά 20-30%.
Ε) Η καθιέρωση ενιαίου μισθολογίου και η σύνδεση μισθών και αποδοτικότητας, για τους δημοσίους υπαλλήλους.
Πέμπτον, απαιτείται να προχωρήσει ταχύτερα η απελευθέρωση των κλειστών επαγγελμάτων και η κατάργηση της ενιαίας υποχρεωτικής αμοιβής ή του ενιαίου ποσοστού κέρδους από διάφορες επαγγελματικές ομάδες.
Έκτον, η κυβέρνηση θα πρέπει να προχωρήσει σε απελευθέρωση των κλειστών αγορών και στη διαμόρφωση ίσων όρων ανταγωνισμού για τις κρατικές και τις ιδιωτικές επιχειρήσεις. Ενδεικτικά, προς το σκοπό αυτό απαιτείται η άρση περιορισμών όπως: περιορισμένο ωράριο λειτουργίας πρατηρίων υγρών καυσίμων, νομοθεσία για υποχρεωτική τήρηση αποθεμάτων υγρών καυσίμων, περιορισμοί στο ελλιμενισμό κρουαζιερόπλοιων, περιορισμοί στην παρασκευή και διάθεση άρτου κ.λ.π.
Έβδομον, χρειάζεται επαναπροσδιορισμός του καταλόγου Φόρων Υπέρ Τρίτων, από μηδενική βάση, με κριτήριο τη σκοπιμότητα και την οικονομική αποτελεσματικότητα κάθε περίπτωσης.
Όγδοον, η κυβέρνηση θα πρέπει να προωθήσει χωρίς περαιτέρω καθυστέρηση διαδικασίες εξυγίανσης σε όλες τις ζημιογόνες ΔΕΚΟ.
Ένατον, προτείνεται η καθιέρωση Κέντρων Εξυπηρέτησης Επιχειρήσεων στα επιμελητήρια όλης της χώρας, με στόχο την επιτάχυνση και τη βελτίωση της ποιότητας των υπηρεσιών που παρέχονται.
Δέκατον, απαιτούνται πολιτικές οι οποίες αναγνωρίζουν τα πιθανά προβλήματα ρευστότητας που αντιμετωπίζουν σήμερα οι επιχειρήσεις. Ένα ευαίσθητο κράτος οφείλει να σχεδιάσει μια διαδικασία, με την οποία ο φορολογούμενος θα δηλώνει την οφειλή του, αλλά δεν θα χρειάζεται να την καταβάλει άπαξ και εξ ολοκλήρου. Αντίθετα, μπορεί να προβλέπεται η αυτοδίκαιη ένταξη σε σύστημα ρύθμισης με ευνοϊκούς όρους. Και επιπλέον θα πρέπει να προβλέπεται ένα συμψηφισμός οφειλών επιχειρήσεων προς το κράτος με οφειλές του κράτους προς επιχειρήσεις. Αυτό επιβάλλει ένα κράτος δίκαιου.
Μπροστά σε επικίνδυνα αδιέξοδα βρίσκεται, όμως, σήμερα και ο ιδιωτικός τομέας, που βλέπει τις πόρτες του τραπεζικού μας συστήματος να παραμένουν ερμητικά κλειστές για το σύνολο σχεδόν των επιχειρήσεών (η πιστωτική επέκταση προς τον ιδιωτικό τομέα εκτιμάται ότι θα κυμανθεί γύρω στο μηδέν το 2010 και το 2011), το ΤΕΜΠΜΕ ουσιαστικά να υπολειτουργεί, τα «λουκέτα» στα εμπορικά και βιομηχανικά καταστήματα να πολλαπλασιάζονται, το κύμα «φυγής» από τη χώρα επιχειρήσεων και στελεχών να δυναμώνει, την άπνοια στις συναλλαγές να εντείνεται και τα κέρδη να μειώνονται σημαντικά καθώς ο πληθωρισμός, οι φόροι και η λιτότητα ροκανίζουν τα εισοδήματα. Και επί πλέον, κανένας δε γνωρίζει με ακρίβεια το μίγμα της φορολογικής καταιγίδας που έρχεται για το 2011 (υπολογίζεται ότι θα απαιτηθούν πρόσθετα έσοδα 5 δισ. ευρώ και νέες περικοπές δαπανών ύψους 1,5 δισ. ευρώ περίπου).
Ασφαλώς, μεγάλη ευθύνη για την κατάσταση αυτή φέρουν οι αναποτελεσματικές οικονομικές πολιτικές των τελευταίων χρόνων, η καθυστέρηση προώθησης ουσιαστικών μεταρρυθμίσεων, η επίμονη γραφειοκρατία, η συντεχνιακή νοοτροπία.
Ευθύνες, όμως, για την κατάσταση αυτή φέρει και ο ιδιωτικός τομέας. Η ειλικρινής αυτοκριτική που πάντα νομιμοποιεί την οποιοδήποτε κριτική και διευκολύνει τις αναγκαίες αλλαγές πορείας, είναι σήμερα, που σήμανε το τέλος των ψευδαισθήσεων, περισσότερο από κάθε άλλη φορά, αναγκαία στους κόλπους του επιχειρηματικού κόσμου.
Το έλλειμμα ανταγωνιστικότητας της ελληνικής παραγωγής είναι σημαντικό και συνεχώς διευρύνεται. Στη μεγέθυνσή του, όμως, σοβαρές ευθύνες έχει και μία μερίδα της επιχειρηματικής τάξης, η οποία, στερούμενη οραμάτων, αναπτυξιακών στόχων και κοινωνικών ευαισθησιών, έχει αναγάγει σε δόγμα και κατευθυντήρια γραμμή δράσης, την επιδίωξη του εύκολου και γρήγορου κέρδους, με ότι αυτό συνεπάγεται. Αδιαφορώντας για τον υπερεπαγγελματισμό και τη συνεχώς διευρυνόμενη «επιχειρηματικότητα από ανάγκη» που δε διακρίνεται και τόσο για την επιθυμία ανάληψης επιχειρηματικών ρίσκων, μερίδα που επιχειρηματικού κόσμου συμβιβάστηκε με τη διαιώνιση αντιπαραγωγικών και αναποτελεσματικών δομών. Η απαρέσκειά προς κάθε επίπονη και συστηματική προσπάθεια βελτίωσης της παραγωγικότητας και διείσδυσης στις ξένες αγορές (σύγχρονο management, καινοτομία, σύγχρονη τεχνολογία, πληρέστερη αξιοποίηση ανθρώπινου παράγοντα κ.α) οδήγησε στην αποδοχή της διαπλοκής και την άνθιση της κρατικοδίαιτης επιχειρηματικότητας που εν τέλει αποτελεί πηγή πολλών δεινών για την εθνική οικονομία. Αυτή η μερίδα των επιχειρηματιών δυσκόλεψε, τη δημιουργία νέων, πιο εξωστρεφών, καινοτόμων μονάδων, προσαρμοσμένων καλύτερα στις σημερινές απαιτήσεις μιας «ανοικτής» οικονομίας.
Είναι προφανές ότι βαθιά κρίση αντιμετωπίζει, σήμερα, και ο ιδιωτικός τομέας, σημαντικό μέρος του οποίου δεν έχει μέλλον, σε μια περίοδο μάλιστα που καλείται, εκ των πραγμάτων, να επωμισθεί αυξημένες ευθύνες.
Γι’ αυτό καλούμαστε να αναλάβουμε τις αναγκαίες πρωτοβουλίες για την παραγωγή ανταγωνιστικότερων προϊόντων, επενδύοντας, μαζικά, στους τομείς όπου διαθέτουμε ικανά συγκριτικά πλεονεκτήματα, αξιοποιώντας συνέργιες και οικονομίες κλίμακας, αναπτύσσοντας νέες μορφές συνεργασίας με το ξένο κεφάλαιο και τις σύγχρονες πηγές προηγμένης τεχνολογίας».