Ζημίες άνω του 1 δισ. ευρώ εμφάνισαν οι εισηγμένες εταιρείες κατά τη διάρκεια του πρώτου εξαμήνου, επηρεασμένες τόσο από το αυξημένο κόστος όσο και από την έκτακτη εισφορά που τους επιβλήθηκε, σύμφωνα με στοιχεία της Πήγασος ΑΕΠΕΥ.
Με τον δυσμενέστερο τρόπο αποτυπώθηκε η οικονομική κρίση στα μεγέθη των εισηγμένων επιχειρήσεων, τα οποία επηρεάστηκαν το πρώτο εξάμηνο του 2010 τόσο από το αυξημένο κόστος όσο και από την έκτακτη εισφορά που τους επιβλήθηκε.
Το πρώτο εξάμηνο ήταν ζημιογόνο για τις εισηγμένες, με το συνολικό αποτέλεσμα να διαμορφώνεται στο -1,38 δισ. ευρώ, όταν πέρυσι το ίδιο διάστημα είχαν καταγραφεί κέρδη ύψους 3,09 δισ. ευρώ.
Όπως προκύπτει, μάλιστα, από τα στοιχεία 265 εισηγμένων, τα οποία συγκέντρωσε η Πήγασος Χρηματιστηριακή ΑΕΠΕΥ, για πρώτη φορά στην ιστορία των περιοδικών δημοσιεύσεων το πλήθος των εταιρειών με αρνητικό τελικό αποτέλεσμα είναι μεγαλύτερο από εκείνο των κερδοφόρων σε μια σχέση 54/46, ήτοι 121 ήταν κερδοφόρες και 144 ζημιογόνες.
Η πορεία του κύκλου εργασιών συνολικά ήταν ανοδική κατά 4,6%, στα 38,45 δισ. ευρώ, ωστόσο σημαντική ήταν η υποχώρηση της λειτουργικής κερδοφορίας κατά 15,1%. Σύμφωνα με την Πήγασος, η διαμόρφωση του τζίρου είναι ουσιαστικά πλασματική, αφού αποδίδεται στην αύξηση της φορολογίας στα διυλιστήρια.
Η επιδείνωση των μεγεθών αποδίδεται μεταξύ άλλων στη μείωση του εισοδήματος από την περικοπή μισθών και επιδομάτων στο Δημόσιο, την αύξηση της φορολογίας σε βασικά είδη, τη μείωση της ζήτησης, την υποτίμηση των κρατικών ομολόγων, την επιβράδυνση της πιστωτικής επέκτασης, την αύξηση του κόστους δανεισμού για τις επιχειρήσεις και τους καταναλωτές ακόμα και τη χρηματιστηριακή κάμψη των τιμών του πρώτου εξαμήνου, που κοινό παρανομαστή έχουν την πιστοληπτική αναξιοπιστία της ελληνικής οικονομίας.
Η Πήγασος εμφανίζεται απαισιόδοξη για το υπόλοιπο της χρονιάς, εκτιμώντας ότι μετά από ένα τόσο δραματικό εξάμηνο η χρονιά είναι οριστικά χαμένη, δεδομένου μάλιστα ότι οι συνθήκες του εμπορίου και της πίστωσης δεν έχουν αλλάξει ώστε να βελτιωθεί κάπως το κλίμα.
Από τους κλάδους που έχουν δεχτεί το ισχυρότερο πλήγμα από την κρίση θεωρείται αυτός του λιανεμπορίου, ο οποίος έχει να αντιμετωπίσει τη μειωμένη ρευστότητα, τη σταδιακή μείωση του διαθέσιμου εισοδήματος και τη χειροτέρευση της καταναλωτικής ψυχολογίας. Ο κλάδος αρχίζει πλέον να πιέζεται σημαντικά, ξεπερνώντας τις αρχικές εκτιμήσεις, με τον κύκλο εργασιών να υποχωρεί κατά 1,9% και 7% σε επίπεδο πρώτου εξαμήνου και δεύτερου τριμήνου αντίστοιχα, διαμορφούμενος στα 2,47 δισ. ευρώ και 1,22 δισ. ευρώ αντίστοιχα.
Σημαντική κάμψη παρουσίασαν τα αποτελέσματα του εξαμήνου και για το σύνολο του κατασκευαστικού κλάδου. Ο κύκλος εργασιών συρρικνώθηκε κατά 18,5% στα 1,9 δισ. ευρώ, η λειτουργική κερδοφορία άγγιξε τα 234 εκατ. ευρώ μειωμένη κατά 19,6%, ενώ τα κέρδη των 141 εκατ. ευρώ του 2009 αντιστράφηκαν σε ζημιές 4,6 εκατ. ευρώ.
Όσον αφορά στις τράπεζες, τα αποτελέσματα θα μπορούσαν να χαρακτηριστούν «τυπικά», σύμφωνα με την Πήγασος. Οι κυριότερες εμπορικές τράπεζες διατήρησαν τα κέρδη τους σε σταθερό πρόσημο.
Οι προβλέψεις είναι αυξημένες κατά 37% σε κλαδικό επίπεδο και 34% σε επίπεδο τριμήνου, ανεβάζοντας σε απόλυτα μεγέθη την απομείωση των χαρτοφυλακίων στα 3,4 δισ. ευρώ. Τα έσοδα από τόκους επιβραδύνονται, αφού η αύξηση έχει περιοριστεί στο 8,5% (6,5 δισ. ευρώ στο εξάμηνο), όπως και τα έσοδα από προμήθειες, τα οποία κινούνται οριακά χαμηλότερα στο εξάμηνο (-1%) και -1,5% στο β' τρίμηνο. Στα αποτελέσματα των τραπεζών ενσωματώθηκε η έκτακτη εισφορά, η οποία αφαίρεσε από την κερδοφορία περίπου 230 εκατ. ευρώ.
Τα οικονομικά αποτελέσματα των ομίλων του κλάδου διύλισης εμφάνισαν μεικτή εικόνα, με τη συνολική καθαρή κερδοφορία του κλάδου να υποχωρεί κατά 68,2% στα 78,2 εκατ. ευρώ, σημαντικά επιβαρημένο από την έκτακτη κοινωνική εισφορά.
Τέλος, στις τηλεπικοινωνίες, η σημαντική μείωση του κύκλου εργασιών για έκτο συνεχόμενο τρίμηνο (-6,3% διαμορφούμενος στα 1,51 δισ. ευρώ) καταδεικνύει τη συνδυασμένη επίδραση ζήτησης και κακής καταναλωτικής ψυχολογίας, αλλά και διατήρησης των συνθηκών έντονου ανταγωνισμού τιμών.