Προτάσεις για τον περιορισμό ή την προσωρινή απαγόρευση των πρακτικών ανοιχτών πωλήσεων (short selling) και την εντατικοποίηση των ελέγχων στα παράγωγα προϊόντα παρουσίασε σήμερα η Κομισιόν.
Προτάσεις για τον περιορισμό ή την προσωρινή απαγόρευση των πρακτικών ανοιχτών πωλήσεων (short selling) και την εντατικοποίηση των ελέγχων στα παράγωγα προϊόντα παρουσίασε σήμερα ανώτατο στέλεχος της Ευρωπαϊκής Ένωσης. Πρόκειται για τις πιο φιλόδοξες προτάσεις μεταρρυθμίσεων που έχουν κατατεθεί μετά την εκδήλωση της διεθνούς χρηματοοικονομικής κρίσης.
Σύμφωνα με τις προτάσεις της Κομισιόν, θα είναι υποχρεωτική η αναφορά σε κεντρικές τράπεζες δεδομένων όλων των συναλλακτικών κινήσεων επί παράγωγων προϊόντων, τα οποία δεδομένα θα αξιοποιούν στη συνέχεια οι ρυθμιστικές αρχές για να εποπτεύουν την αγορά.
Οι μεταρρυθμίσεις εκχωρούν, επίσης, αρμοδιότητες σε μια νέα υπηρεσία, η οποία θα επιτηρεί τις ευρωπαϊκές χρηματοοικονομικές αγορές και θα έχει αρμοδιότητα αναστολής του short-selling –πρόκειται για την πώληση ενός τίτλου τον οποίο ο πωλητής δεν έχει στην κατοχή του και στην ουσία αποτελεί ένα στοίχημα υπέρ της πτώσης της τιμής του μέχρις ότου ο πωλητής να αγοράσει τον τίτλο για να πραγματοποιηθεί η συναλλαγή.
Το «ταρακούνημα» αυτό στόχο έχει να θέσει υπό έλεγχο δύο από τους πιο «σκοτεινούς» τομείς των χρηματοοικονομικών υπηρεσιών, οι οποίοι έχουν θεωρηθεί από πολλούς πολιτικούς ως η «αρένα» των κερδοσκόπων που αποσκοπούν στο γρήγορο κέρδος.
Συγκεκριμένα, με το σχέδιο κανονισμού που υπέβαλε, η Κομισιόν προτείνει τα πληροφοριακά στοιχεία για τα συμβόλαια εξωχρηματιστηριακών παραγώγων (OTC) να διαβιβάζονται στα αποθετήρια συναλλαγών και οι εποπτικές αρχές να μπορούν να τα συμβουλεύονται. Επίσης, περισσότερες πληροφορίες θα είναι διαθέσιμες σε όλους τους συμμετέχοντες στην αγορά. Η Επιτροπή προτείνει επίσης να γίνεται ο διακανονισμός (συμψηφισμός) των τυποποιημένων συμβολαίων εξωχρηματιστηριακών παραγώγων μέσω κεντρικών αντισυμβαλλομένων (ΚΑ-CCP). Έτσι, θα μειωθεί ο πιστωτικός κίνδυνος αντισυμβαλλομένου, δηλαδή ο κίνδυνος αθέτησης από πλευράς ενός των μερών. Η πρόταση της Επιτροπής, η οποία ευθυγραμμίζεται πλήρως με τις δεσμεύσεις της ΕΕ στο πλαίσιο της ομάδας G20 και με την προσέγγιση του θέματος από τις Ηνωμένες Πολιτείες, περνάει τώρα στο στάδιο εξέτασής της από το Ευρωπαϊκό Κοινοβούλιο και από τα κράτη μέλη. Ο κανονισμός, αφού εγκριθεί, θα τεθεί σε εφαρμογή από το τέλος του 2012.
Τα βασικά στοιχεία της πρότασης:
Μεγαλύτερη διαφάνεια: Σήμερα, δεν είναι υποχρεωτική η αναφορά στοιχείων σχετικών με τα εξωχρηματιστηριακά παράγωγα. Αποτέλεσμα αυτού είναι ότι οι πολιτικοί ιθύνοντες, οι ρυθμιστικοί φορείς, αλλά και οι συμμετέχοντες στην αγορά δεν διαθέτουν ευκρινή εικόνα του τί συμβαίνει στην αγορά. Βάσει της προτάσεως της Επιτροπής, οι συναλλαγές σε παράγωγα OTC εντός της ΕΕ θα κοινοποιούνται υποχρεωτικά σε κεντρικές υπηρεσίες δεδομένων, γνωστές ως αποθετήρια συναλλαγών. Οι ρυθμιστικοί φορείς εντός της ΕΕ θα έχουν πρόσβαση στα αποθετήρια αυτά, πράγμα που θα τους παρέχει τη δυνατότητα να έχουν σαφέστερη εικόνα του ποιός χρωστάει τί και σε ποιόν, και να ανιχνεύουν έγκαιρα τα πιθανά προβλήματα, όπως αυτό της συσσώρευσης κινδύνων.
Εντωμεταξύ, η νεοσυσταθείσα Ευρωπαϊκή Αρχή Κινητών Αξιών και Αγορών (ΕΑΚΑΑ-ESMA) θα είναι αρμόδια για την εποπτεία των αποθετηρίων εξωχρηματιστηριακών συναλλαγών και για την έγκριση της εγγραφής τους ή για τη διαγραφή τους από το μητρώο. Επιπροσθέτως, τα αποθετήρια συναλλαγών θα οφείλουν να δημοσιεύουν αθροιστικά στοιχεία θέσεων ανά κατηγορία παραγώγων ώστε να παρέχουν σε όλους τους συμμετέχοντες στην αγορά σαφέστερη εικόνα της αγοράς εξωχρηματιστηριακών παραγώγων.
Περισσότερη ασφάλεια – Μείωση των κινδύνων αντισυμβαλλομένου: Υπό τις τρέχουσες συνθήκες, οι συμμετέχοντες στην αγορά εξωχρηματιστηριακών παραγώγων δεν μετριάζουν επαρκώς τον πιστωτικό κίνδυνο αντισυμβαλλομένου, ο οποίος αναφέρεται στον κίνδυνο ζημίας που απορρέει από το γεγονός ότι ένα από τα μέρη δεν διενεργεί τις οφειλόμενες πληρωμές όταν γίνονται απαιτητές. Βάσει της προτάσεως της Επιτροπής, τα εξωχρηματιστηριακά παράγωγα που είναι τυποποιημένα (τα οποία, δηλαδή, πληρούν προκαθορισμένα κριτήρια επιλεξιμότητας), όπως υψηλό επίπεδο ρευστότητας, θα πρέπει να υποβάλλονται σε συμψηφισμό μέσω κεντρικών αντισυμβαλλομένων (ΚΑ). Οι ΚΑ αποτελούν οντότητες οι οποίες παρεμβάλλονται μεταξύ των δύο αντισυμβαλλομένων μιας συναλλαγής αναλαμβάνοντας έτσι ρόλο «αγοραστή έναντι κάθε πωλητή» και «πωλητή έναντι κάθε αγοραστή». Με αυτό, θα προλαμβάνεται η κατάσταση στην οποία η κατάρρευση ενός συμμετέχοντος στην αγορά προκαλεί την κατάρρευση άλλων συμμετεχόντων στην αγορά, θέτοντας έτσι σε κίνδυνο ολόκληρο το χρηματοπιστωτικό σύστημα. Εάν ένα συμβόλαιο δεν είναι επιλέξιμο και, ως εκ τούτου, δεν αποτελεί το αντικείμενο συμψηφισμού από έναν ΚΑ, πρέπει να εφαρμόζονται άλλες τεχνικές διαχείρισης του κινδύνου (για παράδειγμα, υψηλότερες κεφαλαιακές απαιτήσεις). Δεδομένου ότι οι ΚΑ πρόκειται να αναλαμβάνουν επιπρόσθετους κινδύνους, θα υπόκεινται στους πλέον αυστηρούς όρους επιχειρηματικής συμπεριφοράς και σε εναρμονισμένες απαιτήσεις οργάνωσης και προληπτικής εποπτείας που να εγγυώνται την ασφάλειά τους – όπως, για παράδειγμα, κανόνες εσωτερικής λειτουργίας, εσωτερικοί έλεγχοι, υψηλότερες κεφαλαιακές απαιτήσεις, κλπ.
Περισσότερη ασφάλεια – Μείωση του επιχειρησιακού κινδύνου: Η αγορά εξωχρηματιστηριακών παραγώγων επιτρέπει υψηλό βαθμό ευελιξίας κατά τον προσδιορισμό των νομικών και οικονομικών όρων των συμβολαίων. Κατά συνέπεια, υπάρχει στην αγορά πλήθος συμβολαίων υψηλής ιδιομορφίας και πολυπλοκότητας, για τα οποία ακόμη απαιτείται σημαντική παρέμβαση χειριστή σε πολλά από τα στάδια περαίωσής τους. Το γεγονός αυτό αυξάνει τον επιχειρησιακό κίνδυνο, δηλαδή τον κίνδυνο επέλευσης ζημίας οφειλόμενης, για παράδειγμα, σε ανθρώπινο λάθος. Με την πρόταση της Επιτροπής απαιτείται από τους συμμετέχοντες στην αγορά να σταθμίζουν, να παρακολουθούν και να καλύπτουν τον κίνδυνο αυτό, χρησιμοποιώντας, παραδείγματος χάρη, ηλεκτρονικά μέσα επιβεβαίωσης των όρων των συμβολαίων εξωχρηματιστηριακών παραγώγων.
Πεδίο εφαρμογής: Η πρόταση κανονισμού ισχύει για όλους τους τύπους εξωχρηματιστηριακών παραγώγων. Αφορά βεβαίως τις χρηματοπιστωτικές επιχειρήσεις που χρησιμοποιούν εξωχρηματιστηριακά παράγωγα, αλλά επίσης και τις μη χρηματοπιστωτικές επιχειρήσεις, οι οποίες είναι κάτοχοι σημαντικών θέσεων σε εξωχρηματιστηριακά παράγωγα. Εφαρμόζεται επίσης στους ΚΑ και στα αποθετήρια συναλλαγών. Ωστόσο, στις περιπτώσεις μη χρηματοπιστωτικών επιχειρήσεων (όπως κατασκευαστές) οι οποίες χρησιμοποιούν εξωχρηματιστηριακά παράγωγα για την κάλυψη κινδύνων που απορρέουν από τις κύριες επιχειρηματικές δραστηριότητές τους (κάλυψη εμπορικού κινδύνου -commercial hedging-, που χρησιμοποιείται παραδείγματος χάρη για την προστασία από τις διακυμάνσεις των τιμών συναλλάγματος), αυτές εξαιρούνται από τις απαιτήσεις διακανονισμού μέσω ΚΑ.
Ο Michel Barnier, Επίτροπος αρμόδιος για την εσωτερική αγορά και τις υπηρεσίες, δήλωσε: «Καμία χρηματοπιστωτική αγορά δεν αντέχει να παραμείνει η «¶γρια Δύση». Η επίπτωση των παραγώγων OTC στην πραγματική οικονομία είναι μεγάλη: από τα ενυπόθηκα δάνεια μέχρι τις τιμές των τροφίμων. Η απουσία οποιουδήποτε ρυθμιστικού πλαισίου για τα παράγωγα OTC συνέβαλε στη χρηματοπιστωτική κρίση και στις φοβερές συνέπειές της, από τις οποίες όλοι υποφέρουμε. Σήμερα, προτείνουμε κανόνες οι οποίοι θα προσδώσουν περισσότερη διαφάνεια και υπευθυνότητα στις αγορές παραγώγων. Γνωρίζουμε έτσι ποιός κάνει τί, και ποιός χρωστάει σε ποιόν. Όπως επίσης λαμβάνουμε μέτρα ώστε οι μεμονωμένες αδυναμίες να μην αποσταθεροποιούν το χρηματοπιστωτικό σύστημα συνολικά, όπως συνέβη στην περίπτωση της κατάρρευσης της επενδυτικής Τράπεζας Lehman's.»