Την επιβράβευσή των εξαγωγικών επιχειρήσεων με περαιτέρω μείωση του φόρου περαίωσης, ανάλογα με την εξαγωγική δυναμική τους ζητεί ο ΣΕΒΕ, στο πλαίσιο των προτάσεών του για το νομοσχέδιο που συζητείται σήμερα στο υπουργικό Συμβούλιο.
Την επιβράβευσή των εξαγωγικών επιχειρήσεων με περαιτέρω μείωση του φόρου περαίωσης, ανάλογα με την εξαγωγική δυναμική τους (ποσοστό εξαγωγών επί του κύκλου εργασιών) ζητεί ο Σύνδεσμος Εξαγωγέων Βορείου Ελλάδος (ΣΕΒΕ) στο πλαίσιο των προτάσεών του για το νομοσχέδιο που συζητείται σήμερα στο υπουργικό Συμβούλιο για την εκούσια ρύθμιση των φορολογικών υποθέσεων του παρελθόντος και τη ρύθμιση των ληξιπρόθεσμων χρεών προς το Δημόσιο.
Ο ΣΕΒΕ θέτει τρεις προϋποθέσεις προκειμένου να είναι αποτελεσματικό το μέτρο της περαίωσης, πρώτον η φορολογική επιβάρυνση να είναι όσο το δυνατό χαμηλότερη, δεύτερον ο τρόπος πληρωμής των δημιουργούμενων υποχρεώσεων να επιτρέπει στις επιχειρήσεις να ανταποκριθούν και τρίτον να επιβραβευτούν οι συνεπείς φορολογούμενοι που εκούσια θα θελήσουν να υπαχθούν στην περαίωση με χαμηλότερο φορολογικό συντελεστή.
Κατά τ' άλλα, ο ΣΕΒΕ επισημαίνει την καταρχήν αντίθεσή του στην πρακτική της περαίωσης ανέλεγκτων φορολογικών και άλλων υποθέσεων, η οποία -όπως εκτιμά- αποτελεί δήλωση αδυναμίας των ελεγκτικών και εισπρακτικών μηχανισμών του Δημοσίου και επιβράβευση της φοροδιαφυγής που νοθεύει τον ανταγωνισμό, εις βάρος των συνεπών φορολογουμένων. Αναγνωρίζοντας όμως, το κρίσιμο δημοσιονομικό πρόβλημα της χώρας και την αδυναμία των επιχειρήσεων να ανταποκριθούν στις πρόσθετες φορολογικές τους υποχρεώσεις, ο Σύνδεσμος καταθέτει τις προτάσεις του με το αίτημα η επικείμενη περαίωση να ταυτιστεί με την εκκαθάριση εκκρεμοτήτων του παρελθόντος και να μην επαναληφθεί στο μέλλον.
Αναλυτικά οι παρατηρήσεις-προτάσεις του ΣΕΒΕ:
Ι. Διατήρηση αξίωσης για επιστροφή πιστωτικού υπολοίπου ΦΠΑ – Συμψηφισμός ποσού επιστροφής ΦΠΑ με τον φόρο περαίωσης
Μείζον για το ΣΕΒΕ θέμα είναι η μη δυνατότητα επιστροφής πιστωτικού υπολοίπου για τις επιχειρήσεις που θα υπαχθούν στη ρύθμιση, η οποία ουσιαστικά αποκλείει εκ προοιμίου από την περαίωση τις εξαγωγικές επιχειρήσεις. Το πρόβλημα της επιστροφής ή του συμψηφισμού του ΦΠΑ δεν επιλύεται με την «διαγραφή ή την κατάργησή του», αλλά με την επιστροφή του στις επιχειρήσεις ή τον συμψηφισμό του με τους επιπλέον φόρους της σχεδιαζόμενης περαίωσης. Ο ΣΕΒΕ τονίζει γενικότερα ότι ως προς το θέμα του ΦΠΑ δεν συγχωρείται σε καμία περίπτωση αδράνεια, καθώς οι καθυστερήσεις επιστροφής του μειώνουν ακόμη περισσότερο τη ρευστότητα, οδηγώντας στο κλείσιμο υγιών επιχειρήσεων, στην ύφεση και στην ανεργία.
ΙΙ. ¶λλα θέματα
1. Ως προς τον προσδιορισμό του επιπλέον φόρου ο ΣΕΒΕ ζητά να μειωθεί ο συντελεστής επί των ακαθάριστων εσόδων (ένας δίκαιος συντελεστής της παρ. Ε1 είναι 0,7-1%) και να μην ισχύσει ο συντελεστής προοδευτικότητας, σύμφωνα με τον οποίο όσο μεγαλύτερα ακαθάριστα έσοδα έχει μία επιχείρηση τόσο μεγαλύτερο φόρο θα πληρώσει.
2. Να δοθεί δυνατότητα μεταφοράς υπολοίπου ζημίας στις επόμενες χρήσεις, προκειμένου οι επιχειρήσεις που εμφανίζουν ζημία να ενταχθούν στην περαίωση (μη συμπερίληψη στο νόμο του σημείου Ε.5).
3. Να εξαιρεθούν από το πεδίο εφαρμογής και φορολογικές υποθέσεις που έχουν οριστικοποιηθεί με την διαδικασία της «αυτοπεραίωσης». Θα μπορούσαν να ενταχθούν στην περαίωση μόνο όσοι έχουν επιλεγεί για δειγματοληπτικό έλεγχο 2008 και 2009, καταβάλλοντας μειωμένα ποσά των προβλεπομένων ελαχίστων.
4. Να υπαχθούν στη ρύθμιση και όσες υποθέσεις εκκρεμούν στα διοικητικά δικαστήρια και β’ βαθμού, ανεξαρτήτως εάν έχουν συζητηθεί ή όχι, εκτός αν εκδόθηκε απόφαση επ’ αυτών. Να ρυθμίζονται προαιρετικά, όσες υποθέσεις αφορούν προσφυγές για πρόστιμα του ΚΒΣ και εκκρεμούν στα διοικητικά δικαστήρια και β’ βαθμού, ανεξαρτήτως εάν έχουν συζητηθεί ή όχι, για χρήσεις στις οποίες τα θέματα φορολογίας εισοδήματος και λοιπών αντικειμένων έχουν περαιωθεί με οποιονδήποτε τρόπο.
5. Να υπαχθούν στη ρύθμιση της περαίωσης όλες οι εταιρίες, ανεξαρτήτως κύκλου εργασιών.
6. Να υπαχθούν στη ρύθμιση όλες οι υποθέσεις για τις οποίες δεν έχουν υποβληθεί εμπρόθεσμες ή εκπρόθεσμες αρχικές δηλώσεις φόρου εισοδήματος ή εκκαθαριστικής ΦΠΑ, για κάποια από τις ανέλεγκτες χρήσεις, με την προϋπόθεση ότι οι επιχειρήσεις αυτές συνεχίζουν την λειτουργία τους και απασχολούν προσωπικό. Για το σκοπό αυτό προτείνουμε να δοθεί η δυνατότητα υποβολής δηλώσεων εισοδήματος και ΦΠΑ σε όσες επιχειρήσεις δεν έχουν υποβάλει μέχρι 30/11/2010, καταβάλλοντας τους σχετικούς φόρους χωρίς προσαυξήσεις, ώστε να ενταχθούν και αυτές στην περαίωση.
7. Να υπαχθεί στη ρύθμιση οι υποθέσεις μεγάλης ακίνητης περιουσίας.
8. Από το σημείο Ε7α (επιφύλαξη στη διάταξη ότι η ρύθμιση καθεμιάς ανέλεγκτης υπόθεσης φορολογίας εισοδήματος συνεπάγεται αυτοδίκαια και τη ρύθμιση ως ειλικρινών των ανέλεγκτων υποθέσεων των λοιπών φορολογικών αντικειμένων), να εξαιρεθούν τα επιπλέον ακαθάριστα έσοδα από Φ.Π.Α. που προέρχονται από εξαγωγική δραστηριότητα.
9. Να προβλεφθεί ρητά στο νόμο ότι ο φόρος που θα προκύπτει θα καλύπτει όλες τις φορολογίες (εισόδημα, ακίνητη περιουσία, αφορολόγητα αποθεματικά, παρακρατούμενους φόρους – ΦΠΑ μισθωτών υπηρεσιών, κλπ.).
10. Να περιοριστούν τα ελάχιστα ποσά φόρου ανά χρήση που βάσει της ρύθμισης (σημείο Ε2) κυμαίνονται μεταξύ 400 ευρώ και 1.000 ευρώ.
11. Να επιμηκυνθεί ο αριθμός των δόσεων για την περαίωση των ρυθμιζόμενων ανέλεγκτων υποθέσεων (36 δόσεις κατ’ ανώτατο όριο και όχι 12 που προβλέπεται στο ΣΤ.9.α) και η προκαταβολή του φόρου που προκύπτει από τη ρύθμιση να μην υπερβαίνει το 10% της συνολικής οφειλής.
12. Να δοθεί δυνατότητα καταστροφής Βιβλίων και Στοιχείων μετά την περαίωση και υπαγωγής στις ευεργετικές διατάξεις του νόμου των φορολογικών παραβάσεων που θα διαπιστωθούν μετά την περαίωση και θα αφορούν τις ελεγχθείσες χρήσεις.
13. Ρύθμιση ληξιπρόθεσμων οφειλών
Σημείο Η1: Χρέη προς το Δημόσιο που έχουν βεβαιωθεί κατά τις διατάξεις του κώδικα είσπραξης δημοσίων εσόδων κ.λ.π.. Στη ρύθμιση αυτή προτείνουμε να υπαχθούν και τα χρέη όπως διαμορφώνονται κατά κεφάλαιο με το Νόμο 3052/2002 άρθρο 12. παρ. 4 και αφορούν οφειλές από δάνεια με την εγγύηση του Ελληνικού Δημοσίου σε βιοτεχνικές επιχειρήσεις γουνοποιίας και εκτροφείς γουνοφόρων ζώων που είναι εγκατεστημένες στους Νομούς Καστοριάς, Φλώρινας, Κοζάνης και Γρεβενών.