Παρότι προβλέπει μια σταδιακή βελτίωση του παγκόσμιου χρηματοοικονομικού συστήματος, το ΔΝΤ διακρίνει σημαντικό κίνδυνο εκδήλωσης νέων προβλημάτων.
«Αδύναμο κρίκο» της οικονομικής ανάκαμψης σχολιάζει το Διεθνές Νομισματικό Ταμείο το διεθνές χρηματοοικονομικό σύστημα στην τελευταία του έκθεση. Παρότι προβλέπει μια σταδιακή βελτίωση του παγκόσμιου χρηματοοικονομικού συστήματος, διακρίνει σημαντικό κίνδυνο εκδήλωσης νέων προβλημάτων.
Σύμφωνα με την έκθεση, το τελευταίο εξάμηνο έχει κλονιστεί η χρηματοοικονομική σταθερότητα, γεγονός το οποίο είναι πιθανό να επηρεάσει την ανάκαμψη από την παγκόσμια ύφεση. Το γεγονός αυτό αποδεικνύει η διατάραξη των ευρωπαϊκών χρηματοοικονομικών αγορών. Στην Ευρώπη, το δημόσιο χρέος, σε συνδυασμό με τις εξασθενημένες τράπεζες, έχουν υπονομεύσει τη σταθερότητα του κλάδου, με αποτέλεσμα το χρηματοοικονομικό σύστημα να παραμένει ευάλωτο.
Η πρόοδος στην εξυγίανση των ισολογισμών έχει επισκιαστεί από τη σοβαρή κρίση δημόσιου χρέους που έχει διαδοθεί στην Ευρώπη από την Ελλάδα και απειλεί να εκτροχιάσει την παγκόσμια ανάκαμψη, σημειώνει το ΔΝΤ. Τις τελευταίες εβδομάδες, τα spread του ιρλανδικού και ελληνικού κρατικού χρέους έχουν εκτιναχθεί ξανά σε υψηλά επίπεδα, γεγονός που σημαίνει ότι οι επενδυτές αμφισβητούν την ευρωστία των δημόσιων οικονομικών τους.
Για την Ευρώπη, η έκθεση αναφέρει χαρακτηριστικά: «Ο κίνδυνος χώρας παραμένει αυξημένος καθώς οι αγορές εξακολουθούν να επικεντρώνονται στα υψηλά επίπεδα δημόσιου χρέους, την αρνητική δυναμική ανάπτυξης, τον αυξημένο κίνδυνο αναχρηματοδότησης και την έντονη διασύνδεση στο τραπεζικό σύστημα».
Όπως επισημαίνει το ΔΝΤ, παρότι ο μηχανισμός διάσωσης της Ελλάδας και η δρομολόγηση σκληρών μέτρων σε χώρες όπως η Πορτογαλία και η Ισπανία έχουν περιορίσει τον κίνδυνο, το σύστημα παραμένει ευάλωτο.
Τέλος, προειδοποιεί ότι υπάρχει αυξημένη πιθανότητα αποσταθεροποίησης ορισμένων αναπτυσσόμενων κρατών εξαιτίας των τεράστιων εισροών χρηματοοικονομικών κεφαλαίων, καθώς οι επενδυτές αναζητούν υψηλότερες επενδύσεις στις ταχύτατα αναπτυσσόμενες οικονομίες,. Αυτό ισχύει κυρίως για τις χώρες της Ασίας και της Λατινικής Αμερικής, όπως επισημαίνει η έκθεση.