Οικονομία & Αγορές
Παρασκευή, 29 Νοεμβρίου 2002 12:00

Στο 3,4% ο ρυθμός ανάπτυξης το 2002 έναντι 4,1% πέρυσι, σύμφωνα με την ΤτΕ

Υποβλήθηκε σήμερα, στη Βουλή των Ελλήνων και το υπουργικό συμβούλιο, η ενδιάμεση έκθεση της Τράπεζας της Ελλάδος για τη νομισματική πολιτική, όπως προβλέπεται στο καταστατικό της τράπεζας. Την έκθεση παρέδωσε στον πρόεδρο της Βουλής Απόστολο Κακλαμάνη, ο διοικητής της Τράπεζας της Ελλάδος (ΤτΕ) Νικόλαος X. Γκαργκάνας.

Οπως αναφέρει ο κ. Γκαργκάνας στη συνοδευτική επιστολή του προς τον πρόεδρο της Βουλής, η έκθεση εξετάζει και αναλύει τις οικονομικές εξελίξεις και την πορεία της ελληνικής οικονομίας, κατά το δεύτερο έτος μετά την υιοθέτηση του ευρώ και την εφαρμογή της ενιαίας νομισματικής πολιτικής του Ευρωσυστήματος στη χώρα μας.

Στην έκθεση αρχικά επισημαίνεται, ότι η ανάκαμψη της παγκόσμιας οικονομίας, η οποία ήταν φέτος βραδύτερη από ό,τι αναμενόταν, θα συνεχιστεί το 2003, αλλά οι προβλέψεις για το ρυθμό οικονομικής ανόδου, είναι λιγότερο αισιόδοξες από ό,τι πριν από μερικούς μήνες.

Οσον αφορά στη ζώνη του ευρώ, οι διεθνείς οργανισμοί εκτιμούν ότι ο ρυθμός αύξησης του ακαθαρίστου εγχώριου προϊόντος (ΑΕΠ) θα υποχωρήσει εφέτος στο 0,7-0,8% (από 1,5% το 2001), αλλά αναμένουν ότι θα επιταχυνθεί στο 1,8-2,0% το 2003. Εξάλλου, ο πληθωρισμός στη ζώνη του ευρώ έχει διαμορφωθεί εφέτος σε επίπεδα άνω του 2%, αλλά αναμένεται να επανέλθει σταδιακά σε επίπεδα κάτω από 2% στη διάρκεια του 2003.

Στην έκθεση εξετάζονται αναλυτικά, η πορεία του πληθωρισμού και της οικονομικής δραστηριότητας στην Ελλάδα, οι εξελίξεις στις αγορές χρήματος, πιστώσεων και κεφαλαίων, καθώς και οι προοπτικές της ελληνικής οικονομίας και οι προκλήσεις για την οικονομική πολιτική.

Δύο είναι τα κεντρικά συμπεράσματα που συνάγει η έκθεση από την εξέταση αυτή:

* Πρώτον, η αυξημένη αβεβαιότητα που κυριάρχησε στη διεθνή οικονομική σκηνή, είχε περιορισμένες επιπτώσεις στην ελληνική οικονομία. Οπως εκτιμά η Τράπεζα της Ελλάδος, ο ρυθμός ανόδου του ΑΕΠ στην Ελλάδα σημείωσε σχετικά μικρή επιβράδυνση το 2002 (σε 3,4%, από 4,1% το 2001), παρόλο που:

α) Ο ρυθμός οικονομικής ανάκαμψης παγκοσμίως και στη ζώνη του ευρώ υπήρξε σημαντικά χαμηλότερος από ό,τι αναμενόταν

β) Υποχώρησαν σημαντικά και χαρακτηρίστηκαν από έντονη μεταβλητότητα οι τιμές των μετοχών στις διεθνείς χρηματιστηριακές αγορές και

γ) Επιδεινώθηκαν οι χρηματοοικονομικές συνθήκες σε ορισμένες αναδυόμενες αγορές. Η αυξημένη εμπιστοσύνη και ο υψηλός βαθμός οικονομικής σταθερότητας που διαμορφώθηκε στη χώρα με την ένταξή της στη ζώνη του ευρώ, η σημαντική εισροή πόρων από τα Διαρθρωτικά Ταμεία της Ευρωπαϊκής Ένωσης και οι επενδύσεις σε μεγάλα έργα υποδομής, συμπεριλαμβανομένων των έργων για την προετοιμασία των Ολυμπιακών Αγώνων του 2004, συνέβαλαν ουσιωδώς στη διατήρηση του ρυθμού ανόδου της οικονομικής δραστηριότητας σε σχετικά υψηλό επίπεδο.

Ετσι η Ελλάδα αναμένεται να σημειώσει το 2002 τον υψηλότερο (μαζί με την Ιρλανδία) ρυθμό αύξησης του ΑΕΠ μεταξύ των χωρών της ζώνης του ευρώ και επομένως θα υπάρξει περαιτέρω πρόοδος προς την πραγματική σύγκλιση.

* Δεύτερον, παρά τη βελτίωση των επιδόσεων της ελληνικής οικονομίας τα τελευταία χρόνια, το εγγύς μέλλον επιφυλάσσει σημαντικές προκλήσεις. Στο νέο περιβάλλον που έχει διαμορφωθεί με την ένταξη της ελληνικής οικονομίας στην ευρύτερη οικονομία της ζώνης του ενιαίου νομίσματος, απαιτείται εφαρμογή κατάλληλης εθνικής οικονομικής πολιτικής και περαιτέρω προσπάθεια για διαρθρωτικές μεταρρυθμίσεις προκειμένου να βελτιωθεί η παραγωγικότητα και η ανταγωνιστικότητα της ελληνικής οικονομίας.

Η ανάγκη να αντιμετωπιστούν οι προκλήσεις οι οποίες, όπως επισημαίνεται στην έκθεση, προκύπτουν για τη δημοσιονομική και τη διαρθρωτική πολιτική, καθίσταται ακόμη πιο επείγουσα για τους εξής λόγους:

α) Ο ρυθμός πληθωρισμού της Ελλάδος, που εκτιμάται ότι θα διαμορφωθεί σε 3,6% φέτος με βάση το Δείκτη Τιμών Καταναλωτή, υπερβαίνει το μέσο όρο του πληθωρισμού στη ζώνη του ευρώ.

β) Η ανεργία παραμένει και αυτή υψηλή, παρόλο που εμφανίζει σημεία υποχώρησης.

γ) Το έλλειμμα του ισοζυγίου τρεχουσών συναλλαγών διευρύνεται. Οι εξελίξεις αυτές αντανακλούν την ύπαρξη διαρθρωτικών αδυναμιών και υποδηλώνουν την ανάγκη περαιτέρω μεταρρυθμίσεων για την αντιμετώπισή τους. Επιπλέον, το γεγονός ότι το δημόσιο χρέος εξακολουθεί να είναι ιδιαίτερα υψηλό σε σχέση με το ΑΕΠ (105,3% εφέτος), σε συνδυασμό με τις δυσμενείς μακροπρόθεσμες δημογραφικές προοπτικές, καθιστά επιτακτική την ανάγκη περαιτέρω βελτίωσης της δημοσιονομικής κατάστασης για την ταχύτερη μείωσή του.

Αμεση προτεραιότητα έχει η σταδιακή επάνοδος στις συνθήκες σταθερότητας των τιμών που είχαν επιτευχθεί το 1999 και στις αρχές του 2000. Αναμφίβολα, η ενιαία νομισματική πολιτική συντελεί στην επίτευξη υψηλού βαθμού σταθερότητας των τιμών μακροπρόθεσμα. Ομως, η πολιτική αυτή αποσκοπεί στη διασφάλιση της σταθερότητας των τιμών στη ζώνη του ευρώ ως σύνολο και δεν μπορεί να ανταποκριθεί στις ειδικές οικονομικές συνθήκες κάθε χώρας που μετέχει στη νομισματική ένωση. Επομένως πρέπει να γίνουν οι κατάλληλες προσαρμογές στην εθνική οικονομική πολιτική και να προωθηθούν οι αναγκαίες διαρθρωτικές και θεσμικές μεταρρυθμίσεις, ώστε ο ρυθμός πληθωρισμού να συγκλίνει σταδιακά προς επίπεδο συμβατό με τη σταθερότητα των τιμών.

Οι κοινωνικοί εταίροι πρέπει επίσης να συνεργήσουν στη διαμόρφωση μισθολογικών αυξήσεων και τιμολογιακής πολιτικής, που θα είναι συμβατές με τη σταθερότητα των τιμών. Εάν εφαρμοστεί η κατάλληλη οικονομική πολιτική και εξασφαλιστεί η αναγκαία συνεργασία μεταξύ των κοινωνικών εταίρων, η ελληνική οικονομία θα καταστεί περισσότερο δυναμική εντός της ζώνης του ευρώ, ώστε οι στόχοι της πραγματικής σύγκλισης και της πλήρους απασχόλησης να πραγματοποιηθούν σε εύλογο χρονικό διάστημα.

Σημειώνεται τέλος ότι στην έκθεση περιλαμβάνεται ειδικό παράρτημα για τη μεταβολή της αξίας των περιουσιακών στοιχείων των νοικοκυριών σε κατοικίες και μετοχές κατά την περίοδο 1995-2001, καθώς και αναλυτική παρουσίαση και αξιολόγηση της εν εξελίξει μεταρρύθμισης της κοινωνικής ασφάλισης.