Το ποσοστό των ασυνεπών επιχειρήσεων κατά την περίοδο 1/7/2009 - 30/6/2010 αυξήθηκε κατά 43,82% σε σχέση με το μέσο ποσοστό ασυνέπειας των ετών 2003 - 2009, όπως προκύπτει από μελέτη της ICAP.
Το ποσοστό των ασυνεπών επιχειρήσεων κατά την περίοδο 1/7/2009 - 30/6/2010 αυξήθηκε κατά 43,82% σε σχέση με το μέσο ποσοστό ασυνέπειας των ετών 2003 - 2009, όπως προκύπτει από μελέτη της ICAP για την εξέλιξη της πιστοληπτικής ικανότητας του συνόλου των ελληνικών επιχειρήσεων.
Ως πιστοληπτική ικανότητα ορίζεται η ικανότητα των επιχειρήσεων να ανταποκρίνονται στις οικονομικές τους υποχρεώσεις.
Η συνολική αυτή ασυνέπεια επιβεβαιώνεται και από τους επιμέρους κλάδους της Βιομηχανίας, του Εμπορίου και των Υπηρεσιών.
Κατά τη διάρκεια της περιόδου 1/7/2009-30/6/2010 το 26% των εταιρειών επιδείνωσε την πιστοληπτική ικανότητά του, έναντι του 13% που τη βελτίωσε.
Η διαφορά είναι 2,08:1, η οποία σημαίνει ότι για κάθε μία επιχείρηση που η πιστοληπτική της ικανότητα αναβαθμίστηκε αντιστοιχούν 2 επιχειρήσεις των οποίων η πιστοληπτική ικανότητα επιδεινώθηκε.
Παρατηρείται ότι κατά την περίοδο 1/7/2009-30/06/2010 οι Εμπορικές Επιχειρήσεις παρουσίασαν συγκριτικά τη σημαντικότερη επιδείνωση της πιστοληπτικής τους ικανότητας, ενώ ακολουθούν οι Βιομηχανικές επιχειρήσεις, και με μικρή διαφορά οι ΑΕ, ΕΠΕ του τομέα των Υπηρεσιών.
Όσον αφορά στη Μεταβολή της Πιστοληπτικής Ικανότητας των Επιχειρήσεων, αυτή διαμορφώνεται ανάλογα με τους διαφορετικούς κλάδους δραστηριοποίησης.
Έτσι, κατά την περίοδο από 1/7/2009 έως 30/6/2010, το 24% των βιομηχανικών εταιρειών επιδείνωσε την πιστοληπτική του ικανότητα, έναντι του 13% που την αύξησε, του 56% που τη διατήρησε αμετάβλητη και του υπόλοιπου 7% που δεν αξιολογήθηκε.
Επίσης, το 29% των εμπορικών εταιρειών επιδείνωσε την πιστοληπτική του ικανότητα, έναντι του 12% που την αύξησε, του 54% που τη διατήρησε αμετάβλητη και του υπόλοιπου 5% που δεν αξιολογήθηκε. Συγκρίνοντας δε τα ποσοστά μετακίνησης των εμπορικών επιχειρήσεων με τα αντίστοιχα των βιομηχανικών, παρατηρείται ότι αν και εμφανίζει αυξημένο αριθμό υποβαθμίσεων, παρουσιάζει ταυτόχρονα λιγότερες εταιρείες που διατήρησαν την αξιολόγησή τους.
Τέλος, το 24% των εταιρειών που ανήκουν στον κλάδο των Υπηρεσιών επιδείνωσε την πιστοληπτική του ικανότητα, έναντι του 13% που την αύξησε, του 58% που τη διατήρησε αμετάβλητη και του υπόλοιπου 4% που δεν αξιολογήθηκε.
Συγκρίνοντας τον πίνακα μετακίνησης των εταιρειών παροχής υπηρεσιών με αυτούς των υπόλοιπων κλάδων, παρατηρείται ότι εμφανίζει το μικρότερο βαθμό μετακίνησης. Συνεπώς οι εταιρείες των Υπηρεσιών έχουν τη χαμηλότερη μεταβλητότητα όσον αφορά την πιστοληπτική τους ικανότητα.