Η απαγόρευση πωλήσης φακών επαφής μέσω διαδικτύου δεν είναι ανάλογη προς τον σκοπό της προστασίας της δημόσιας υγείας και πρέπει, επομένως, να θεωρηθεί ως αντιβαίνουσα στους κανόνες περί ελεύθερης κυκλοφορίας των εμπορευμάτων, αναφέρει το Δικαστήριο της Ε.Ε. σε απόφασή του για υπόθεση ουγγρικής εταιρείας.
Τα κράτη μέλη της ΕΕ δεν μπορούν να απαγορεύουν την εμπορία φακών επαφής μέσω διαδικτύου, απεφάνθη το Δικαστήριο της Ε.Ε., εκτιμώντας πως η υγεία των καταναλωτών πρέπει να προστατεύεται μέσω λιγότερο περιοριστικών μέτρων. Σύμφωνα με το Δικαστήριο, η απαγόρευση πωλήσης φακών επαφής μέσω διαδικτύου δεν είναι ανάλογη προς τον σκοπό της προστασίας της δημόσιας υγείας και πρέπει, επομένως, να θεωρηθεί ως αντιβαίνουσα στους κανόνες περί ελεύθερης κυκλοφορίας των εμπορευμάτων.
Η υπόθεση (C-108/09 Ker-Optika bt κατά ÁNTSZ Dél-dunántúli Regionális Intézete) αφορούσε προσφυγή της ουγγρικής εταιρείας Ker-Optika που εμπορεύεται φακούς επαφής μέσω της ιστοσελίδας της στο διαδίκτυο και στην οποία οι ουγγρικές υγειονομικές αρχές απαγόρευσαν να συνεχίσει τη δραστηριότητα αυτή προβάλλοντας ως δικαιολογία ότι στην Ουγγαρία τα εν λόγω προϊόντα δεν μπορούν να πωλούνται μέσω διαδικτύου.
Η Ker-Optika άσκησε προσφυγή κατά της αποφάσεως αυτής περί απαγορεύσεως και το Baranya Megyei Bíróság (δικαστήριο της περιφέρειας της Baranya, Ουγγαρία), το οποίο επελήφθη της διαφοράς, ζητεί από το Δικαστήριο της ΕΕ να διευκρινίσει εάν αντιβαίνει στο δίκαιο της Ένωσης ουγγρική ρύθμιση, η οποία επιτρέπει την εμπορία φακών επαφής μόνον σε καταστήματα ειδικευμένα στην πώληση ιατρικών ειδών και η οποία απαγορεύει, επομένως, την εμπορία τους μέσω διαδικτύου.
Στην απόφαση που εξέδωσε σήμερα, το Δικαστήριο διαπιστώνει ότι η δυνάμει της ουγγρικής νομοθεσίας απαγόρευση ισχύει για τους προερχόμενους από άλλα κράτη μέλη φακούς επαφής που πωλούνται δι' αλληλογραφίας και παραδίδονται στους καταναλωτές που κατοικούν στην Ουγγαρία. Ως προς τούτο, το Δικαστήριο διαπιστώνει ότι η απαγόρευση αυτή στερεί τις εγκατεστημένες σε άλλα κράτη μέλη επιχειρήσεις ενός ιδιαιτέρως αποτελεσματικού τρόπου εμπορίας των προϊόντων αυτών και δυσχεραίνει, επομένως, σημαντικά την πρόσβασή τους στην ουγγρική αγορά. Ως εκ τούτου, η εν λόγω ρύθμιση συνιστά εμπόδιο στην ελεύθερη διακίνηση των αγαθών εντός της Ευρωπαϊκής Ένωσης.
Σε ό,τι αφορά τη δικαιολόγηση του περιορισμού αυτού, το Δικαστήριο επισημαίνει ότι ένα κράτος μέλος μπορεί να απαιτήσει να παραδίδονται οι φακοί επαφής από ειδικευμένο προσωπικό, το οποίο να είναι σε θέση να παράσχει στον πελάτη πληροφορίες σχετικά με την ορθή χρήση και τη συντήρηση των προϊόντων αυτών, καθώς και σε σχέση με τους κινδύνους που εγκυμονεί η χρήση φακών. Επομένως, στον βαθμό που προβλέπει την παράδοση των φακών επαφής στα καταστήματα οπτικών που προσφέρουν υπηρεσίες ειδικευμένου οπτικού, η ουγγρική ρύθμιση είναι κατάλληλη για να διασφαλισθεί η υλοποίηση του σκοπού που ανάγεται στην προστασία της υγείας των καταναλωτών.
Το Δικαστήριο υπενθυμίζει, εντούτοις, ότι οι εν λόγω υπηρεσίες μπορούν επίσης να παρέχονται από οφθαλμίατρο, εκτός του καταστήματος οπτικών. Επιπλέον, το Δικαστήριο επισημαίνει ότι οι υπηρεσίες αυτές επιβάλλονται, καταρχήν, μόνον κατά την πρώτη παράδοση φακών επαφής. Πράγματι, κατά τις μεταγενέστερες παραδόσεις, αρκεί να αναφέρει ο πελάτης στον πωλητή τον τύπο φακών επαφής που έλαβε κατά την πρώτη παράδοση και να τον ενημερώσει περί τυχόν μεταβολής στην όρασή του, η οποία διαπιστώθηκε από οφθαλμίατρο. Επιπλέον, οι απαραίτητες για την παρατεταμένη χρήση φακών επαφής συμπληρωματικές πληροφορίες και συμβουλές μπορούν να παρέχονται στον πελάτη μέσω στοιχείων αμφίδρομης επικοινωνίας που υπάρχουν στην ιστοσελίδα του παρόχου στο διαδίκτυο ή μέσω ειδικευμένου οπτικού, τον οποίο διαθέτει ο πάροχος προκειμένου να παρέχει εξ αποστάσεως τις εν λόγω πληροφορίες.
Υπό τις συνθήκες αυτές, το Δικαστήριο κρίνει ότι ο αναγόμενος στην προστασία της υγείας των χρηστών φακών επαφής σκοπός μπορεί να υλοποιηθεί μέσω λιγότερο περιοριστικών μέτρων από εκείνα που απορρέουν από την ουγγρική ρύθμιση. Κατά συνέπεια, η απαγόρευση πωλήσεως φακών επαφής μέσω διαδικτύου δεν είναι ανάλογη προς τον σκοπό της προστασίας της δημόσιας υγείας και πρέπει, επομένως, να θεωρηθεί ως αντιβαίνουσα στους κανόνες περί ελεύθερης κυκλοφορίας των εμπορευμάτων.