Σύμφωνα με πρόσφατη μελέτη της Hellastat Α.Ε., η εγκατεστημένη ισχύς παραγωγής ηλεκτρικής ενέργειας από ΑΠΕ (χωρίς τα μεγάλα υδροηλεκτρικά και τα αντλητικά συστήματα) στο τέλος του 2006 ανερχόταν σε 878 MW, παρουσιάζοντας μέση άνοδο ίση με 23% ετησίως την περίοδο 1990-2006.
Η συνολική συνεισφορά των ΑΠΕ καταγράφει σταθερά ανοδική πορεία τα τελευταία χρόνια, καρπός των τεράστιων ιδιωτικών επενδύσεων που υλοποιούνται στα πλαίσια των πολιτικών που έχουν ληφθεί, των μέτρων οικονομικής υποστήριξης αλλά και των προοπτικών αξιοποίησης των ΑΠΕ. Σύμφωνα με τα όσα αναφέρονται σε πρόσφατη μελέτη της Hellastat Α.Ε. ( www.hellastat.eu ), η εγκατεστημένη ισχύς παραγωγής ηλεκτρικής ενέργειας από ΑΠΕ (χωρίς τα μεγάλα υδροηλεκτρικά και τα αντλητικά συστήματα) στο τέλος του 2006 ανερχόταν σε 878 MW, παρουσιάζοντας μέση άνοδο ίση με 23% ετησίως την περίοδο 1990-2006.
Σταθερά αυξανόμενη εξέλιξη παρουσιάζουν τα αιολικά, τα μικρά υδροηλεκτρικά και η βιομάζα. Σύμφωνα με όσα αναφέρθηκαν στην 4η Εθνική Έκθεση για τις ΑΠΕ, εκτιμάται ότι στο τέλος του 2007 υπήρχαν εγκαταστάσεις -εκτός των αυτόνομων φωτοβολταϊκών συστημάτων- ισχύος 1.039 MW (+18% από το 2006), ενώ η συνολική ισχύς, συνυπολογίζοντας και τα μεγάλα υδροηλεκτρικά έργα, αγγίζει τα 4.060 MW.
Σε παγκόσμιο επίπεδο, η παραγωγή ηλεκτρικής ενέργειας από ΑΠΕ υπολογίζεται σε 240 Gigawatts (GW) για το 2007 η οποία είναι αυξημένη κατά 50% σε σχέση με το 2004.
Η αξιοποίηση των ανανεώσιμων πηγών ενέργειας συντελεί αδιαμφισβήτητα στην ανάσχεση των κλιματικών αλλαγών, επισημαίνει η Hellastat. Παράλληλα, συμβάλλει στην ασφάλεια του ενεργειακού σχεδιασμού, στην οικονομική μεγέθυνση και τη δημιουργία απασχόλησης στην Ευρώπη, χάρη στην αύξηση της παραγωγής και κατανάλωσης της ενέργειας σε τοπικό επίπεδο.
Η εκμετάλλευση των ανανεώσιμων πηγών ενέργειας ωστόσο παραμένει με μειοψηφική συμμετοχή στο ενεργειακό μίγμα τόσο στην Ελλάδα όσο και στην Ευρώπη, εξαιτίας του μεγάλου κόστους της αρχικής επένδυσης.
Για την διάδοση των ΑΠΕ έχει θεσμοθετηθεί ως εθνικός στόχος η συμμετοχή της ηλεκτροπαραγωγής με χρήση ΑΠΕ έως το 2010 σε ποσοστό 20,1% και έως το 2020 σε 29% της ακαθάριστης εγχώριας κατανάλωσης. Παρά τις δυσκολίες -οικονομικές, τεχνικές, γραφειοκρατικές, θεσμικές- που αντιμετωπίζονται για την υλοποίηση των επενδύσεων, η περαιτέρω ανάπτυξη των ΑΠΕ θα βοηθήσει καθοριστικά την Ελληνική Οικονομία να μειώσει την εξάρτηση της από τη διεθνή αβεβαιότητα που χαρακτηρίζει την εισαγωγή πετρελαίου και φυσικού αερίου, εξαιτίας των ευμετάβλητων οικονομικών και γεωπολιτικών συνθηκών, παράλληλα με τα απτά περιβαλλοντικά οφέλη. Σημαντικό όφελος προκύπτει επίσης για την περιφερειακή ανάπτυξη, με τη δημιουργία νέων θέσεων εργασίας.
Προβλήματα – Προοπτικές
Σύμφωνα με εκπρόσωπους των επιχειρήσεων του κλάδου με τους οποίους συνεργάστηκε η Hellastat για την εκπόνηση της μελέτης, ο κλάδος αντιμετωπίζει ορισμένα προβλήματα τα οποία συνοπτικά επικεντρώνονται στα εξής:
• Χρονοβόρες γραφειοκρατικές διαδικασίες και αδυναμίες στο θεσμικό πλαίσιο
• Υψηλό κόστος αρχικής επένδυσης
• Αδυναμία συγκέντρωσης και αποθήκευσης της παραγόμενης ενέργειας
• Ανταγωνισμός από το φυσικό αέριο
• Καθυστερήσεις στην υλοποίηση των επενδύσεων λόγω της μεγάλης ζήτησης διεθνώς για εξοπλισμό ΑΠΕ.
Όσον αφορά στις θετικές προοπτικές του κλάδου, στη μελέτη της Hellastat αναφέρονται τα ακόλουθα:
• σημαντικό αιολικό και ηλιακό ενεργειακό δυναμικό στη χώρα
• απελευθέρωση της αγοράς ηλεκτρικής ενέργειας
• βούληση για απλοποίηση των διοικητικών διαδικασιών
• επέκταση ελληνικών ομίλων στις αγορές των Βαλκανίων.
Τα αποτελέσματα του 2007
Στο δείγμα της μελέτης της Hellastat έχουν περιληφθεί 297 επιχειρήσεις που δραστηριοποιούνται στην εκμετάλλευση ΑΠΕ. Από αυτές, μόλις οι 124 παρουσίασαν εμπορική εκμετάλλευση κατά το 2007, μαρτυρώντας το εύρος των επενδύσεων που υλοποιούνται σε όλη την ελληνική επικράτεια.
Το 2007 ο συνολικός κύκλος εργασιών του δείγματος αυξήθηκε κατά 36,5% σε σχέση με το προηγούμενο έτος (από €158,5 εκ. το 2006 σε €216,3 εκ. το 2007). Από τις 124 εταιρείες με δημοσιευμένα οικονομικά στοιχεία για το 2007, οι 73 (58,9% του δείγματος) κινήθηκαν ανοδικά. Η αύξηση του κύκλου εργασιών του δείγματος οφείλεται στη σημαντική αύξηση των εργασιών των εταιρειών με πωλήσεις άνω των €10 εκ. (αύξηση 75,5%).
Τα Μικτά αποτελέσματα παρουσίασαν επίσης σημαντική αύξηση κατά 28,2%, αν και χαμηλότερη σε σχέση με την αύξηση του 2006 (68,6%). Ικανοποιητική αύξηση εμφανίζουν και τα ΚΠΤΦΑ, κατά 16%, στασιμότητα ωστόσο παρατηρείται στα συνολικά καθαρά κέρδη, εξαιτίας των νέων επιχειρήσεων που επιβαρύνονται με λειτουργικά κόστη χωρίς να έχουν κάνει έναρξη της εμπορικής εκμετάλλευσης. Είναι θετικό πάντως ότι, από τις 124 εταιρείες του δείγματος, οι 102 παρουσίασαν θετικά ΚΠΤΦΑ, ενώ οι 87 παρουσίασαν θετικά ΚΠΦ.
Παρά τη μείωση του Μικτού περιθωρίου κερδοφορίας, το περιθώριο ΚΠΤΦΑ το 2007 αυξήθηκε σε 56,6%. Από τις επιμέρους κατηγορίες επιχειρήσεων, μόνο οι μικρότερες εταιρείες παρουσίασαν αύξηση του περιθωρίου ΚΠΤΦΑ, ενώ οι υπόλοιπες παρουσίασαν μείωση του σχετικού περιθωρίου τους, με τις μεγαλύτερες να παρουσιάζουν το χαμηλότερο περιθώριο ΚΠΤΦΑ.
Η μείωση του περιθωρίου ΚΠΤΦΑ είχε επίπτωση στο περιθώριο ΚΠΦ, το οποίο διαμορφώθηκε στο 16,6%, μειωμένο σε σχέση με το 2006 (20,2%), αλλά σε παραπλήσια επίπεδα με το 2005. Μείωση του περιθωρίου ΚΠΦ είχαν όλες οι κατηγορίες επιχειρήσεων.
Ο δείκτης ξένα προς ίδια κεφάλαια του δείγματος παρουσιάζει μικρή βελτίωση και κυμάνθηκε στο 0,87. Οι εταιρείες στηρίζονται σε σημαντικό βαθμό στα Ίδια Κεφάλαιά τους τα οποία αυξήθηκαν με ρυθμούς ταχύτερους από ότι άλλα στοιχεία του Παθητικού. Λόγω της ενίσχυσής τους καθώς και της μείωσης των περιθωρίων τελικής κερδοφορίας, τόσο η απόδοση του συνολικού ενεργητικού όσο και η απόδοση των Ιδίων Κεφαλαίων εμφανίζονται μειωμένες σε σχέση με το 2006.