«Το στοίχημα που τίθεται σήμερα είναι εάν οι Ηνωμένες Πολιτείες θα στραφούν προς τη σύσταση ενός αποθετηρίου “κακών” δανείων με τη μορφή τράπεζας, η οποία θα εξαγοράζει από τις τράπεζες τα στοιχεία ενεργητικού με υψηλό κίνδυνο μη αποπληρωμής», εκτιμά ο αρθρογράφος του Reuters Τζέιμς Σαφτ.
«Το στοίχημα που τίθεται σήμερα είναι εάν οι Ηνωμένες Πολιτείες θα στραφούν προς τη σύσταση ενός αποθετηρίου “κακών” δανείων με τη μορφή τράπεζας, η οποία θα εξαγοράζει από τις τράπεζες τα στοιχεία ενεργητικού με υψηλό κίνδυνο μη αποπληρωμής», εκτιμά ο αρθρογράφος του Reuters Τζέιμς Σαφτ.
Επιδίωξη των αρχών θα είναι οι τράπεζες να συνεχίσουν να λειτουργούν ως πρόσωπα ιδιωτικού δικαίου που θα διαπραγματεύονται στη χρηματιστηριακή αγορά και θα επιστρέψουν στις δανειοδοτήσεις αμέσως μόλις απαλλαχθούν από τους ζημιογόνους τίτλους. Για να λειτουργήσει, όμως, μια «κακή» τράπεζα θα πρέπει να αναλάβει τον έλεγχο των πιο αδύναμων τραπεζών, ακόμη και εάν αναγκαστεί να βάλει λουκέτο στις «αμφιλεγόμενες» τράπεζες όπως και στις «βαριά τραυματισμένες».
Η κρατικοποίηση δεν είναι η ιδανικότερη κατάληξη –στην πραγματικότητα είναι συνώνυμη της αποτυχίας και αυτό, γιατί η κρατικοποίηση των τραπεζών εγείρει το πρόβλημα της επανιδιωτικοποίησης, προειδοποιεί ο Σαφτ. «Ποιος θα θελήσει να αγοράσει μια τράπεζα που ανήκει στην κυβέρνηση με μια παρ’ ολίγον κατάσχεση στο ενεργητικό τους;», διερωτάται. Εξάλλου, ελάχιστοι επενδυτές τοποθετούν σήμερα κεφάλαια στον τραπεζικό τομέα, ιδίως όταν οι κυβερνήσεις δεν είναι σε θέση να εξηγήσουν με ποιον τρόπο θα αξιοποιηθούν τα κεφάλαια εισρέουν στις τράπεζες.
Εάν το κράτος σκοπεύει να αναλάβει τον έλεγχο των τραπεζών, θα πρέπει να διαπραγματευτεί τα δικαιώματα των μετόχων, καθώς οποιαδήποτε τράπεζα παραμένει στον έλεγχο του κράτους πρέπει να διοικείται «εξ’ αποστάσεως» και το διάστημα αυτό θα πρέπει να είναι το συντομότερο δυνατό.
«Εύκολα το λες, δύσκολα το κάνεις», επισημαίνει ο Σαφτ, ο οποίος πιστεύει ότι η εθνικοποίηση συνοδεύεται από αναπόφευκτα δεινά.
Στο ενδεχόμενο και μόνο της κρατικοποίησης μιας τράπεζας, τα χρηματιστήρια αντιδρούν με αποστροφή, όπως έχει αποδειχθεί πρόσφατα και στις δύο πλευρές του Ατλαντικού, οδηγώντας τις τραπεζικές μετοχές στα τάρταρα.
Στη Βρετανία, η κατά 70% κρατική Royal Bank of Scotland έχει ήδη χάσει το 80% της αξίας της μετοχής της στη διάρκεια του μήνα, ενώ δραματικά έχει μειωθεί και η χρηματιστηριακή αξία των Barclays και Lloyds Plc. Στις Ηνωμένες Πολιτείες, αντιστοίχως, η αξία της μετοχής της Citigroup έχει μειωθεί στο μισό τον Ιανουάριο μετά την αγορά μετοχικού κεφαλαίου από τις τράπεζες και την παροχή εξασφαλίσεων για τα στοιχεία ενεργητικού.
Σε αυτό το σημείο, όμως, βρίσκεται η ειδοποιός διαφορά ανάμεσα στη Βρετανία και τις Ηνωμένες Πολιτείες. Η Βρετανία ίσως χρειαστεί να κάνει πολύ περισσότερα για το τραπεζικό της σύστημα απ’ ό,τι οι ΗΠΑ και δυστυχώς βρίσκεται σε πολύ πιο δυσχερή θέση για να το καταφέρει χωρίς σοβαρές παρενέργειες.
Ένας λόγος είναι ότι το δολάριο είναι το παγκόσμιο νόμισμα των συναλλαγματικών αποθεμάτων -γεγονός που δίνει στις Ηνωμένες Πολιτείες ελευθερία κινήσεων όσον αφορά τη χρηματοδότηση των υποχρεώσεών τους- καθώς και το ότι οι αμερικανικές τράπεζες είναι μικρότερες από τις βρετανικές αναλογικά με το μέγεθος της οικονομίας, καταλήγει ο Τζέιμς Σαφτ.