Οικονομία & Αγορές
Κυριακή, 08 Φεβρουαρίου 2009 10:21

Στροφή προς την κατανάλωση από την αποταμίευση μετά το 2000

Τον κίνδυνο υπερχρέωσης των ελληνικών νοικοκυριών για τα επόμενα χρόνια, λόγω έλλειψης εμπειρίας στη διαχείριση του δανεισμού και αναστροφής της τάσης των αποταμιεύσεων επισημαίνει έρευνα του ΚΕΠΕ. Συγκεκριμένα με βάση τα στοιχεία της έρευνας το ποσοστό αποταμίευσης του συνολικού διαθέσιμου εισοδήματος των νοικοκυριών έχει μειωθεί στο 2,6% το 2004 από 11,4% που ήταν στο τέλος του 1995.

Τον κίνδυνο υπερχρέωσης των ελληνικών νοικοκυριών για τα επόμενα χρόνια, λόγω έλλειψης εμπειρίας στη διαχείριση του δανεισμού και αναστροφής της τάσης των αποταμιεύσεων επισημαίνει έρευνα του ΚΕΠΕ.

Τη ροπή των εισοδημάτων των νοικοκυριών από την αποταμίευση στην άμεση κατανάλωση διαπιστώνει μελέτη του ερευνητή του Κέντρου Προγραμματισμού και Οικονομικών Ερευνών, Λουκή Αθανασίου.

Ο ερευνητής τονίζει ότι η σταθερή μείωση της αποταμίευσης των ελληνικών νοικοκυριών σε συνδυασμό και με τον ταχύ ρυθμό αύξησης του δανεισμού τους από τα τέλη της δεκαετίας του '90 και εντεύθεν μπορεί μεν να τονώνει πρόσκαιρα την ιδιωτική κατανάλωση, αλλά εγκυμονεί κινδύνους για το μέλλον.

Συγκεκριμένα με βάση τα στοιχεία της έρευνας το ποσοστό αποταμίευσης του συνολικού διαθέσιμου εισοδήματος των νοικοκυριών έχει μειωθεί στο 2,6% το 2004 από 11,4% που ήταν στο τέλος του 1995. Αντιστοίχως ο ρυθμός δανεισμού των νοικοκυριών το 2005 σχεδόν τριπλασιάστηκε στο 36,3% από 13,6% που ήταν το 2000.

Ο ερευνητής επισημαίνει ότι τα ελληνικά νοικοκυριά μέχρι τις αρχές του 21ου αιώνα είχαν πολύ δύσκολη πρόσβαση στον τραπεζικό δανεισμό λόγω των υψηλών επιτοκίων, αλλά και των εξασφαλίσεων που ζητούσαν έως τότε οι τράπεζες. Η ταχεία αύξηση της πιστωτικής επέκτασης από τη μείωση των επιτοκίων που επέβαλε η είσοδος της χώρας στην ΟΝΕ δημιουργεί κινδύνους υπερχρέωσης για δύο λόγους.

Ο πρώτος αφορά την απειρία διαχείρισης της καταναλωτικής πίστης από τα ελληνικά νοικοκυριά. Ο δεύτερος συνδέεται με την κατακόρυφη αύξηση των πωλήσεων κατοικιών με τις αγορές να χρηματοδοτούνται από δάνεια. Στο σημείο αυτό ο ερευνητής τονίζει ότι η συνεχής αύξηση των τιμών των ακινήτων και κατά συνέπεια οι υψηλότερες απαιτήσεις για την εξυπηρέτηση των δανείων για την απόκτηση τους μπορεί να οδηγήσουν και τη χώρα μας σε φαινόμενα ανάλογα με αυτά των ΗΠΑ. Να φτάσουν δηλαδή οι αποδόσεις των κατοικιών να είναι μικρότερες από το κόστος εξυπηρέτησης του δανεισμού με προφανείς συνέπειες στην ευημερία των νοικοκυριών και την ανάπτυξη της ελληνικής οικονομίας.

Η έρευνα αναφέρεται επίσης και στη συνεχή τάση για αύξηση και του δημοσίου εσωτερικού και εξωτερικού δανεισμού. Η αύξηση του χρέους αποδίδεται και για το δημόσιο στην απομάκρυνση της τάσης για αποταμίευση και ενίσχυση της τάσης για κατανάλωση.

Την αύξηση αυτή του δανεισμού ενισχύει και η συνεχής αύξηση το εξωτερικού χρέους όπως αυτή αποτυπώνεται από το έλλειμμα του ισοζυγίου τρεχουσών συναλλαγών.

Εδώ ο ερευνητής επιρρίπτει ευθύνες και στις επιχειρήσεις, αφού όπως τονίζει η υποχώρηση της τάσης για αποταμίευση περιορίζει σημαντικά τα διαθέσιμα κονδύλια για επενδύσεις οι οποίες θα αύξαναν την παραγωγική βάση της χώρας.

Τέλος σε ό,τι αφορά την απορρόφηση κοινοτικών κονδυλίων η έρευνα επιρρίπτει ευθύνη στο ελληνικό δημόσιο για τη σταθερή μείωση των επενδύσεων παγίου κεφαλαίου από το 1990 και εντεύθεν. Συγκεκριμένα οι αναπτυξιακές παρεμβάσεις από τις εισροές κοινοτικών κονδυλίων μειώθηκαν από το 3,38% του ΑΕΠ που ήταν το 1991 στο 1,39% το 2003 ακολουθώντας πορεία αντίθετη από το κοινοτικό δεδομένο περί προσθετικότητας.

ΤΑΣΟΣ ΔΑΣΟΠΟΥΛΟΣ