Από θετική σε σταθερή αναθεώρησε σήμερα η Moody's την προοπτική των ομολόγων ελληνικού δημοσίου που βαθμολογούνται με A1. Η Moody's αναγνωρίζει ότι διεθνής ύφεση που πλήττει στον πλανήτη έχει περάσει το κατώφλι της ελληνικής οικονομίας.
Από θετική σε σταθερή αναθεώρησε σήμερα η Moody's την προοπτική των ομολόγων ελληνικού δημοσίου που βαθμολογούνται με A1.
«Η αλλαγή της προοπτικής υποδηλώνει την άποψη της Moody's ότι η πιστοληπτική ικανότητα της ελληνικής κυβέρνησης δικαίως αξιολογείται με τη βαθμολογία A1 και ότι το ενδεχόμενο αναβάθμισής της στη βαθμίδα Aa είναι μάλλον απίθανο εντός των ερχόμενων 12-18 μηνών», επισημαίνει ο ¶ρνοντ Μέιρς, Ανώτατος Αντιπρόεδρος τους Τμήματος Κινδύνου Χώρας της Moody's.
Η Moody's αναγνωρίζει ότι η διεθνής ύφεση που πλήττει τον πλανήτη έχει περάσει το κατώφλι της ελληνικής οικονομίας, όπως και όλων των άλλων προηγμένων κρατών, με συνέπεια την ανακοπή της αναπτυξιακής πορείας της οικονομίας και την είσοδο των δεικτών δημοσίου χρέους σε ανοδική τροχιά.
«Σε συγκριτική βάση, ωστόσο, η Ελλάδα πλήττεται σε πολύ μικρότερο βαθμό από τις υπόλοιπες χώρες αντίστοιχης αξιολόγησης», υπογραμμίζει ο κ. Μέιρς.
«Παρότι το δημόσιο χρέος είναι υψηλότερο, το χρέος του ιδιωτικού τομέα είναι χαμηλότερο έναντι των περισσότερων προηγμένων χωρών. Η ανάγκη απομόχλευσης των ισολογισμών ιδιωτικών υπηρεσιών, η οποία αποτελεί τη ρίζα της βαθιάς ύφεσης που κλονίζει πολλές άλλες οικονομίες, δεν είναι το ίδιο έντονη στην Ελλάδα», συμπληρώνει.
Σύμφωνα με τις εκτιμήσεις της Moody's, οι μετρικές δημοσίου χρέους στην Ελλάδα θα επιδεινωθούν τα αμέσως επόμενα χρόνια, με το λόγο χρέος/ΑΕΠ να αυξάνεται προς το επίπεδο του 100%.
«Παρότι το επίπεδο χρέους είναι πολύ υψηλό, ο ρυθμός επιδείνωσης των δεικτών χρέους δεν θα είναι μεγαλύτερος σε σύγκριση με τις υπόλοιπες χώρες της ΕΕ», σημειώνει ο κ. Μέιρς.
Παρ’ όλα αυτά, οι ενδεχόμενες υποχρεώσεις που συσσωρεύει το ελληνικό κράτος στο πλαίσιο της στήριξης του τραπεζικού τομέα (ύψους 11% επί του ΑΕΠ) ανέρχονται σε αντίστοιχα επίπεδα με τις υπόλοιπες χώρες.
Η Moody's επισημαίνει, ωστόσο, ότι η συνεχιζόμενη διεθνής κρίση υπογραμμίζει την περιορισμένη δυνατότητα αντιμετώπισης κρίσεων στην ελληνική οικονομία και το κράτος γενικότερα. Ως εκ τούτου, η περιορισμένη ικανότητα διευθέτησης των κρίσεων είναι ο βασικός ανασταλτικός παράγοντας της αξιολόγησης του ελληνικού κράτους υπό τις τρέχουσες συνθήκες.
Η μειωμένη ανταγωνιστικότητα της χώρας με το εξωτερικό δυσχεραίνει ακόμη περισσότερο τον ανασχεδιασμό της δυναμικής ανάπτυξης και για το λόγο αυτό η ελληνική οικονομία είναι, κατά τη Moody's, απίθανο να επιστρέψει άμεσα στους ισχυρούς ρυθμούς ανάπτυξης των τελευταίων ετών.
Σε πολιτικό επίπεδο, η ελληνική κυβέρνηση δεν διαθέτει την ισχυρή πολιτική επιρροή που χρειάζεται για τη δρομολόγηση αποφασιστικών δημοσιονομικών μεταρρυθμίσεων, σύμφωνα με τον οίκο αξιολόγησης.
Υπό αυτές τις συνθήκες, η Moody's εκτιμά ότι η ελληνική κυβέρνηση θα δυσκολευτεί να αντιστρέψει άμεσα την επιδεινούμενη πορεία των μετρικών χρέους σε περίπτωση που τα δημόσια οικονομικά της χώρας υποστούν νέους κραδασμούς, όπως η αύξηση στο κόστος δανεισμού του κράτους.
Η αύξηση στις αποδόσεις των κρατικών ομολόγων της Ελλάδας σε σύγκριση, για παράδειγμα, με τη Γερμανία ή τη Γαλλία δεν έχει μέχρι στιγμής επηρεάσει σημαντικά τη δυναμική αύξησης του χρέους, λόγω
(i) της μείωσης στις ομολογιακές αποδόσεις παγκοσμίως και της περικοπής των επιτοκίων της ΕΚΤ
(ii) της ικανής διαχείρισης του χρέους (που οδήγησε σε μείωση του αναχρηματοδοτούμενου χρέους κάθε χρονιά).
Εάν, όμως, το κόστος δανεισμού διατηρηθεί σε σχετικά υψηλά επίπεδα θα οδηγήσει σταδιακά σε εξάντληση των δημοσιονομικών πόρων.
Παρά την αύξηση στα περιθώρια (spreads) των αποδόσεων των ελληνικών ομολόγων έναντι των γερμανικών, η Moody's δεν θεωρεί ότι η κυβέρνηση αντιμετωπίζει πρόβλημα εξασφάλισης χρηματοδότησης. Η ένταξη της χώρας στη ζώνη του ευρώ διασφαλίζει την πρόσβαση της κυβέρνησης σε μια μεγάλη δεξαμενή επενδυτών στο τοπικό νόμισμα.
Επιπροσθέτως, η πρόσθετη επιβάρυνση στο δανεισμό του Τμήματος Διαχείρισης Δημόσιου Χρέους μετά την αρχή του έτους, η μεγάλη μέση διάρκεια του χρέους και η διαφοροποίηση των πηγών χρηματοδότησης συμβάλλουν στον περιορισμό του κινδύνου χρηματοδότησης.