Δικαστική δικαίωση για την επιστροφή τόκων σε δανειολήπτες στεγαστικών δανείων λόγω μη επαρκούς μείωσης των επιτοκίων από τις τράπεζες. Είκοσι δικαστικές αποφάσεις, ξεπερνούν τα 10.000€ τα ποσά που επιστρέφονται σε ορισμένες περιπτώσεις.
Δικαίωση για τους δανειολήπτες στεγαστικών δανείων που προσέφυγαν στη Δικαιοσύνη ζητώντας να τους επιστραφούν τα ποσά των τόκων που κατέβαλαν εξαιτίας μη επαρκούς μείωσης των επιτοκίων από τις τράπεζες.
Όπως σημειώνεται σε σχετική ανακοίνωση της ΕΚΠΟΙΖΩ, στις συμβάσεις των στεγαστικών δανείων με κυμαινόμενο επιτόκιο που είχαν χορηγηθεί μέχρι το 2003, οι τράπεζες δεν ανέφεραν κριτήρια ή δείκτες, με βάση τα οποία θα έπρεπε να διακυμαίνεται το επιτόκιο των δανείων. Το γεγονός αυτό εκμεταλλεύτηκαν για να διαμορφώνουν κατά βούληση τα επιτόκια των δανειοληπτών, τα οποία κρατούσαν αδικαιολόγητα σε υψηλότερα επίπεδα. Ομως ο μονομερής αυτός προσδιορισμός του κυμαινόμενου επιτοκίου κρίθηκε επανειλημμένα με αποφάσεις ανώτερων δικαστηρίων, αλλά και του Αρείου Πάγου, που εκδόθηκαν επί συλλογικών αγωγών της ΕΚΠΟΙΖΩ, καταχρηστικός. Σύμφωνα με αυτές τις αποφάσεις, οι τράπεζες θα έπρεπε να αναφέρουν στις συμβάσεις τους συγκεκριμένα, εύλογα για τον καταναλωτή, κριτήρια με βάση τα οποία θα διακυμαίνεται το επιτόκιο του δανείου.
Ήδη, όπως υπογραμμίζει η ΕΚΠΟΙΖΩ, έχουν εκδοθεί συνολικά 20 δικαστικές αποφάσεις του Ειρηνοδικείου Αθηνών (ενδεικτικά 52/2009, 164/2009, 294/2009, 470/2009, 604/2009, 605/2009, 646/2009) και του Μονομελούς Πρωτοδικείου Αθηνών (απόφαση 346/2009) οι οποίες δικαιώνουν στο ακέραιο τους δανειολήπτες. Ειδικότερα, όλες οι αποφάσεις δέχονται ότι ακόμη και αν οι τράπεζες δεν αναφέρουν στις συμβάσεις στεγαστικών δανείων κριτήρια διακύμανσης του επιτοκίου, θα πρέπει το επιτόκιο να παρακολουθεί τις διακυμάνσεις των επιτοκίων της Ευρωπαϊκής Κεντρικής Τράπεζας.
Τα ποσά τα οποία επιστρέφονται στους δανειολήπτες ως αδικαιολογήτως καταβληθέντα είναι ιδιαίτερα σημαντικά (σε ορισμένες από τις είκοσι περιπτώσεις υπερβαίνουν τις 10.000 ευρώ). Όπως διευκρινίζεται, το δικαιούμενο ποσό αποζημίωσης είναι συνάρτηση του ύψους του δανείου, του χρόνου χορήγησής του, της έκτασης και της διάρκειας της καταστρατήγησης της υποχρέωσης της κάθε τράπεζας να μειώσει τα επιτόκια. Ενδεικτικά, όπως αναφέρεται, στην περίπτωση ενός δανείου ύψους 100.000 ευρώ που χορηγήθηκε το πρώτο εξάμηνο του 2001, η αποζημίωση που δικαιούται ο δανειολήπτης για το χρονικό διάστημα που έτρεξε το δάνειο μέχρι το 2006, υπερβαίνει το ποσόν των 7.000 ευρώ. Σημαντική αποζημίωση –προσθέτει η ΕΚΠΟΙΖΩ- δικαιούνται και όσοι έχουν ήδη τα τελευταία χρόνια μεταφέρει ή επέτυχαν να τροποποιήσουν τα δάνειά τους. Αν μάλιστα το δάνειο αυτό δεν έχει μετατραπεί με μεταγενέστερη συμφωνία ή μεταφερθεί σε άλλη τράπεζα η απαίτηση του δανειολήπτη μπορεί να υπερβαίνει σήμερα το ποσόν των 10.000 ευρώ. Πέραν της επιστροφής ποσών οι δανειολήπτες της παραπάνω περιόδου δικαιούνται μάλιστα να έχουν σήμερα πολύ χαμηλότερο επιτόκιο από αυτό που οι ίδιοι πληρώνουν ή ακόμη και από αυτό που προσφέρουν οι τράπεζες στις νέες τους χορηγήσεις.
«Με δεδομένο ότι η συντριπτική πλειοψηφία των δανειοληπτών είχε λάβει κατά την παραπάνω περίοδο δάνεια με κυμαινόμενο επιτόκιο», σημειώνει η ΕΚΠΟΙΖΩ, «είναι φανερό ότι είναι δεκάδες χιλιάδες οι δανειολήπτες που δικαιούνται επιστροφή χρημάτων εξαιτίας του γεγονότος ότι οι δόσεις που κατέβαλαν έχουν υπολογισθεί με υψηλότερο επιτόκιο». Αντίστοιχα, υπογραμμίζεται, σοβαρές αξιώσεις αποζημίωσης κατά των τραπεζών έχει το Ελληνικό Δημόσιο και ο Οργανισμός Εργατικής Κατοικίας, όταν και κατά την αναλογία που επιδοτούσαν το επιτόκιο στεγαστικών δανείων.