Την πλήρη ευθύνη για το σκάνδαλο που προκλήθηκε από την καταβολή μπόνους από την AIG σε ορισμένα στελέχη της ανέλαβε χθες ο υπουργός Οικονομικών των ΗΠΑ, Τίμοθι Γκάϊθνερ, παρά το γεγονός ότι η ασφαλιστική εταιρεία διέφυγε της χρεοκοπίας χάρις στις κρατικές επιχορηγήσεις.
Την πλήρη ευθύνη για το σκάνδαλο που προκλήθηκε από την καταβολή μπόνους από την AIG σε ορισμένα στελέχη της ανέλαβε χθες ο υπουργός Οικονομικών των ΗΠΑ, Τίμοθι Γκάϊθνερ, παρά το γεγονός ότι η ασφαλιστική εταιρεία διέφυγε της χρεοκοπίας χάρις στις κρατικές επιχορηγήσεις.
«Ενημερώθηκα την Τρίτη (10 Μαρτίου) για την πραγματική έκταση και το εύρος αυτών των συγκεκριμένων θεμάτων για τα μπόνους», δήλωσε ο Γκάϊθνερ σε συνέντευξη που παραχώρησε στο τηλεοπτικό δίκτυο CNN.
«Βρέθηκα στη θέση να μην είμαι ενήμερος γι'αυτό νωρίτερα, αναλαμβάνω πλήρως την ευθύνη», πρόσθεσε, σύμφωνα με αντίγραφο της συνέντευξης, η οποία αναμένεται να μεταδοθεί σήμερα στις 20:00 τοπική ώρα (02:00 ώρα Ελλάδος) από το CNN.
Ο Γκάϊθνερ δεν αναφέρθηκε ωστόσο σε ενδεχόμενη παραίτησή του, όπως ζητούν μέλη της αντιπολίτευσης των Ρεπουμπλικάνων.
Ωστόσο επανέλαβε αυτό που έχουν πει κι άλλοι υπεύθυνοι της αμερικανικής κυβέρνησης ότι δηλαδή αντέδρασε «πολύ γρήγορα» για να προσπαθήσει να εμποδίσει την καταβολή αυτών των μπόνους όταν ενημερώθηκε σχετικά, όμως δεν είχε στη διάθεσή του "κανένα νομικό μέσο για να μπλοκάρει» ορισμένες από αυτές τις πληρωμές.
Εκεί όπου υπήρχαν περιθώρια αντίδρασης «επιμείναμε ή επαναδιαπραγματευτήκαμε» για να προφυλάξουμε τα χρήματα του φορολογούμενου, σημείωσε στη συνέντευξη.
«Τίποτε από αυτά που κάνουμε δεν είναι προς το συμφέρον των τραπεζών ή των μεγάλων επενδυτών (...) Όλα αυτά που κάνουμε είναι για τον λαό και τις επιχειρήσεις που εξαρτώνται από το χρηματοπιστωτικό σύστημα», πρόσθεσε.
Το σκάνδαλο ξέσπασε όταν αποκαλύφθηκε ότι η AIG κατέβαλε 165 εκατ. δολ. σε μπόνους σε ορισμένα στελέχη της, την ώρα που το αμερικανικό κράτος χρειάστηκε να δαπανήσει περισσότερα από 170 δισ. δολ. για να τη σώσει από τη χρεοκοπία.
Ο Αμερικανός υπουργός Οικονομικών δήλωσε εξάλλου ότι η αμερικανική κυβέρνηση είναι διατεθειμένη να δαπανήσει περισσότερα για την ανάκαμψη της οικονομίας και ότι επιθυμεί να δράσει «το ταχύτερο δυνατό» για να ανταποκριθεί στις προκλήσεις τις οποίες αντιμετωπίζουν οι ΗΠΑ.
«Θα κάνουμε αυτό που χρειάζεται και θα χρειαστεί περισσότερο», δήλωσε στην ίδια συνέντευξη, αφήνοντας να εννοηθεί ότι οι επενδύσεις της κυβέρνησης για τη διάσωση του χρηματοπιστωτικού συστήματος δεν έχουν τελειώσει.
«Εάν δεν κάνουμε αρκετά, θα έχουμε μια πιο βαθειά ύφεση», επεσήμανε.
«Η κυβέρνηση έχει την υποχρέωση να δράσει πάρα πολύ γρήγορα για να αντιμετωπίσει (...) τις προκλήσεις» που αντιμετωπίζει η χώρα, κατέληξε, σύμφωνα με το αντίγραφο της συνέντευξης που δόθηκε στη δημοσιότητα από το CNN πριν από τη μετάδοσή της.